Ξ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα





Ξι

Κάτι συμβαίνει στη Μεγάλη Σάλα

συγκεντρωμένοι οι ένοικοι των
παλαιών πορτραίτων συνομιλούν
λοξά θωρούν
λες και κοιτούν
μέσ’ απ’ τους τοίχους,

χαμηλοφώνως σχολιάζουν μας
και συριγμός καθίσταται
σε δύστονες γωνίες,
σ’ αθέατες στιγμές,

στις κόψεις απ’ τις βίδες,
στις άχρηστες οπές από
καρφιά στον τοίχο,
στις πέτρινες βαλβίδες και στα
στιχηράρια των Παλαιών Βιβλίων
τρώει μέχρι και το σύρμα,

ηλεκτροφόρος πάρεσις
των ανηκούστων.

Άχος είλει !

Η πληροφορία διαδόθηκε γοργά,
στόμα με στόμα, βλέμμα
το βλέμμα στην πόλη που όλοι
κάμουν δουλειά την ίδια
συμβάντα μόνο είν’ ικανά να
αφυπνίσουν συναισθήσεις.

Απόψ’ έχουμε ψάρι.

Βάλαμε στο τραπέζι απ’ τ’ απόθεμα που περικόψαμε για
τον χειμώνα κρυμμένο στη
μισοσκότεινη αποθήκη,
στεγνό κι αποσκινωμένο

το σκονισμένο ράφι έμειν’ άδειο
μ’ ένα λαμπρό αποτύπωμα ενεό,
κι αυτό μα θ’ αφομοιωθεί
θα σκονιστεί

όσο θα ξεθωριάζει η
ανάμνηση του πόθου πάνω στις
καφετιές εικόνες της νεότητος
τόσο το ψάρι θα μοιάζει πια
στιλπνό κι απρόσβλητο.

Πάνω από τον βαρύ μπουφέ μετέωρο
σε ράφι με ωραία τάξη και σειρά
είναι περίτεχνα αποτεθειμένα
πιάτα του καθενός
απωθημένα και
προσχήματα.

Είδα και τον αλλοτινό μου εαυτό εκεί
να μένει μισοντυμένος στην βροχή
ένα ξημέρωμα σκοτάδι πλάι στ’ αμάξι,
πίσω στον ώμο του γρατσουνισμένη
μιαν ελιά έτρεχε αίμα
ασήκωτος μου φάνηκε,

ο σύντροφος που όφειλα να είμαι
κατέβηκε με τις σκάλες να βοηθήσει,
κι ο Δάσκαλος ουδέποτε που είχα με
κατσάδιαζε.

Τούτος ο πόνος είν’ κολικός
και το σκυλί φαντάσου Husky
στην γωνιά και με
προσεύχεται.

Και τότε, μέσ’ τ’ άδολα μάτια,
είδα το ζωηρό καθρέπτισμα
το γυάλινο αντίκρυσμα.

Τα νεύματα παγώσαν και τα βλέμματα
διεστάλησαν στο ευθύ άπειρο, που
συνδέει αντικριστές πλευρές
οικογενειακού τραπεζιού.

Αόριστη αναμονή κι αναβολή
απορριπτέα επιβολή συνομολογουμένη
ατονία.

Τα είδωλα των συνδαιτυμόνων
απορροφήθηκαν απ’ το δωμάτιο
και απορρίφθηκαν

γίναν υδάτινό του γνώρισμα
μαζί με τις ψυχώσεις των τειχών,
των σκευών, των κηρών…

Σιγή και απουσία ήχου και
θανατηφόρα αποσυμπίεση.

Καθένας συνομολογούσε στην απραξία
κι όταν ο πατέρας χωρίς προφανή λόγο
σπασμωδικώς ανακάθισε, τρομάξαμε
βέβαια, με αναπάντεχα συντονισμένη,
απειλητική χορογραφία.

Με την ατυχή αυτή, ανεπιθύμητη αφύπνιση
ξεπρόβαλαν απότομα τα χαρακτηριστικά μας
εστιασμένα και διακριτά και δεν θα ταίριαζε

(θα προδιδόμασταν)
αν συμπαθητικώς
ξαναπέφταμε
στο λήθαργο.

Ρόλο υπηρέτη ανέλαβε η Νύφη
απρόθυμα και με δυσφορία βέβαια
φορώντας τα ψηλά τακούνια

εξυπηρετούσε μας

έκοβε διστακτικά με το μαχαίρι σάρκα.

Τώρα είμαστε αναγκασμένοι
να επικοινωνήσουμε…

Τώρα με τους βραχίονες υπτίως πάνω στο
τραπέζι γειωμένους με καθετήρες
υδραργύρου συγκοινωνούμε .

Ο σκύλος θέτει το κεφάλι στις πατούσες .
Δεν με προσεύχεται .

Απόψ’ έχουμε ψάρι .

Άχος είλει !

Κηδεύουμε τον Έκτορα .-

ἄχος-ἄχεος ουδέτερο θλίψη, στενοχώρια, καημός, πόνος (κυρίως ψυχικός), οδύνη, θρήνος, βαθιά μελαγχολία
εἴλω ρήμα, στρίβω συμπιέζω συστέλλω ωθώ, συνωθώ, απωθώ χτυπώ
Άχος είλει, πιθανή (ή απίθανη) ετυμολογική καταγωγή του ονόματος Αχιλλεύς

Ν Τομή Ανήριθμον Γέλασμα





Νι


Ήτανε το παράθυρο αέρινη κουρτίνα
άφωνη αύρα διάφανη ανάσα διαυγής
σεβάσμιο ήταν ύφασμα ο βορινός ο τοίχος

σκαρί βαρύ πολίτικο αδρό
βελούδινο

άσμα βουβό αντίλαλος αλλοπαρμένος ήχος
τιμητικά με γαζωμένα απάνω του
συλλαβιστά σιρίτια

τάματα για τον άγιο που παίρνει την αυγή.

Απόψε άφησα τη θύρα ανοικτή,
η ψύχρα ας σταθεί απ’ έξω κι εκείνη
με σινδόνη τυλιγμένη,
μη να κρυώσει μοναχά να της προσέξω.

Συνομιλώ με τα πτηνά που φέρουν
στις συνάψεις τους αρχαίο λόγο
και με κελαηδισμό τηλεπαθητικό προσφέρουσιν
παρηγορητικό μονόλογο.

Λίγο μολύβι πήγα πήρα και χαρτί
καμιά ιδέα ξεχασμένη ν’ αποξύσω
την βρήκα σε ακτή συννεφιασμένη
τι να προσμένει;

Μήποτε τάχα και γυρίσω;

Βάλε παξιμάδι κόψε και τυρί
κι ένα ποτηράκι την καλή
ρακή χρώμα για το στόμα και για
το λαιμό βάλσαμο
κι ακόμα είναι φαγητό

Πήρε πικρούτσικη γουλιά το γιοματάρι
το Αγιωργήτι του Ζορμπά στον Οινολόγο

όπως το πίνουμε απόψε βιαστικά
απόβραδο αποσπερίτη ομόλογο

Ωραία τα ρόδα κήπε μου
γέλια τα πέταλα παιδιαρίζουν
στο κατάβρεγμα, με μια βαθειά
στοχαστική ανάσα άλικη αντρειώνονται
μουτρώνουν κάτω από
τους βουερούς ίσκιους των τειχών

Τράβηξα άνθη απ’ το χώμα, η πόλη
απαιτεί δεήσεις, τα σφριγηλά ροδόφυλλα, που
άλλος θα ‘λεγε στη γη να τα αφήσεις,
μες το νερό βαστούν ακόμα τα νιάτα
τα παραλυμένα.

Σήκωσα από κάτου τ’ άνθη,
μέσα σε πατρική αγκάλη, τα τρυφερά
και μαραμένα,
μετά το Θέρος όπου ευφράνθη με γυμνό
ο δαίμων Έρως,
έλεγα τα’ φερνε σ’ εμένα.

Μέσα στο σπίτι μοναχός ακούω τα λόγια της νυκτός
ψιθυριστά μου τραγουδά απροσχημάτιστα στιχάκια φιλικά
υπνωτισμένος με τα βλέφαρα κλειστά

Θλίψη πανάλαφρη γοργοφτερουγισμένη
κλαριά τεμπέλικα τ’ αχυροδάχτυλα
σπουργίτι στέκεται και το κλωνί τραντάζει
σαν πετάξει και σταθεί στα διπλανά

Χτύπα μου την πόρτα θα το δεις σε περιμένω
που σε προσμένω δίχως χρόνο ούτε ώρα
οι λίγες νότες αδελφές με συντροφεύουν
είναι για μένα οίκημα, όχημα και χώρα

Πάνω σ’ άγρυπνα χαρτιά τα λευκάρια
ανασαίνει ιδέα μοναχική
κλείνει την έγνοια μου σε κοντινά ερμάρια
κρύβει τα μάτια μου στα χέρια σαν παιδί

Ψίχουλα τσιμπολογούν στις πλάκες περιστέρια
σε θόλο επάργυρο άστρα ανάβουν κι άστρα σβήνονται
έμποροι συναλλάσσονται με χειραψίες,
ερωτευμένοι ανταλλάσσονται με φιλιά
παιδιά και γέροι βαδίζουν απ’ το χέρι
ηχηρές ζωηρές στιγμές
τις βλέπει ανοιχτά χαρτιά
η Λάχεσις
και νικά.

Μελοποιημένο το τμήμα “Μέσα στο σπίτι μοναχός … στα χέρια σαν παιδί” https://youtu.be/SO55ZjLesrE

Μ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα





Μι


Η Άτροπος στάθηκε σήμερα σ’ ετούτ’η γειτονιά κι όπως συνωμοτεί καιρός με τέτοιες ευκαιρίες, βροχή αδιάκοπα την συνοδεύει.

Η ώρα πέντε μυστικά ο ουρανός κατέβηκε στην πίσω αυλή.

Χείμαρροι δρόμοι ορμητικοί υπόνομοι, περάσματα απροσμάχητα και οι γωνιές ακμές, η πόλη καθάρθηκε ως την ψύχα.

Έρημα σύρματα ηλεκτροφόρα σήματα, βουβές τηλεπικοινωνίες ζωηρές. Σιωπή που ρυθμικά αγχωτικά επιταχύνεται.

Έν απόμακρο σινιάλο προειδοποιεί. Η περιοδεύουσα δέσμη φωτός του φάρου περιπολούσα ακουσίως με στρατολογεί.

Η αισιόδοξη απόφαση αποξενώνεται και αγροικά αδιάφορα.

Τα μαύρα περιστέρια άφαντα. Τα μαύρα μάτια που περίμενα.

Επιστολές διαμένουν αδιανέμητες, επιστολές που πλήθος παραπόνου πουν.

Ζευγάρια βαλτωμένοι οφθαλμοί και δάκρυα μυρμήγκια στο λερωμένο προσκεφάλι μένουνε.

Ανύπαρκτο πουλί αντανακλά το τζάμι και πετά, διανύει αστραπιαία το χαμηλό διαθέσιμο κυβικό χώρο μεταξύ ερμαφροδίτων βουερών οικοδομημάτων, μέλας δυνάστης αρωγός.

Στα νύχια οι ανάσες των αγρύπνων.

Χρόνος ακοίμητος μέσα στο αστικό, δρόμος ανεπίδοτος, καρδιά μου υπνωτισμένη άκομψη αργοκτυπά στο crashπεδο και καταβρέχεται με τα τσαλαβουτόνερα αφηρημένων επιβατηγών.

Οι περισσότεροι επαγγελματίες διακομιστές.

Εν μέσω ρίπων τροχοί ασήκωτοι δεσμωτικά ζευγμένοι σε επιφορτισμένο με παραλλήλους απάτητες ράγες φορτίο,

επιβάτες αδρανείς με παράβολο διαδρομής ναυλωμένοι απρόθυμα εξουσιοδοτημένοι ν’ ακολουθούμε την εκκίνηση

και παρορμητικά ανώφελα την επιβράδυνση καθυστερούμε,

αμφίσημοι για ομόνοια ή σχίσμα, και τα απατηλά μελλούμενα υποχρεωτικά με τάξη υποθηκευμένα: τη χαραυγή, το δειλινό, ανθοφορία, φυλλορροή

κοιτιούμαστε με πάθος, κουβαλούμε αμφισβητήσεως απόφθεγμα ριζωμένο στα έντερα και κατά πως φαίνεται οι κάμαρες μας κυριαρχούνται από σύρμα και βιολί

νύκτα με κάρβουνο απ’ τον ύπνο δικαίων τήδε κειμένων πειθομένων

ατόφιοι σπασμοί αιθεροθαλούς επαναστάσεως αδέξια προσορμισμένης σε ξέρα ασφαλή άβυσσο.

Αλλά Να! Κι εμφανίζεται ο Ήλιος προσδοκώμενος μέσ’ από δημοτικές παραστάσεις του Φλεβάρη

μασκαράς με εκφράσεις αρχαίου θεάτρου διπρόσωπος

αιθεροβάμων και ήρεμος και υποτονικός με την λαμπρή πνοή του υποσχόμενος την μεσοπρόθεσμη ανάσταση της δράσης δράσης

σε ποίηση Θεοφίλου και τοιχογραφίες Σολωμού

παραδοσιακά ενιαυσίως απρόθυμα αναπτύσσεται νωρίτερα χειμερινού ηλιοστασίου ενάτης

και στα δροσάτα φύλλα στέκεται.

Γνωρίζω την μήτρα που με κυβερνά. Με ακροβασίες επιχείρησα και βγήκα στο συμπέρασμα.

Μουσώνες περιδιαβαίνουν φιλικά. Ακτές καλάρουν τακτικά. Παιδικές αγάπες αναμμένες με αναρίθμητες γνώμες θεών.

Ήσυχα αποδημούνε γιγαντιαία κτήνη.

Επιστρατευμένα μεταφέρουνε την ψήφο τους στο αύριο που ακούσια γίνεται και κατά δαίμονα παραδίνεται στη σπειροειδή μοίρα του πλάσματος.

Αμφισβήτησα τον κόσμο και αρνήθηκα τον εαυτό μου, ‘ναπόμεινα εν απολίθωμα πατημασιάς σε βράχο να φανερώνει αν πήγαινα κατά μόνας για ζούσα σε οργανωμένη αγέλη ή κοπάδι.

Λ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα





Λάμδα


-Ξέρεις αλήθεια;

Ανταμώνεται ασκητικά σε άγρυπνα σκυφτά γραφεία και σε αυτοσχέδια συγγραφτεία.

Ασώματη περιφέρεται στο δωμάτιο με έγνοια τακτοποιεί την κούπα τα μολύβια σβήνει την λάμπα

σαν αποκαμωμένος ηττηθώ με πρόσωπο ριγμένο σε κόλλες λευκές σε κόλλες σημαδεμένες με ονόματα ανέμων κι άστοχους δείκτες πεισμόνων πυξίδων,

αφήνει την ποδιά στο πάτωμα με θρόισμα μου χαϊδεύει την κεφαλή και αναπαύεται

ξαπλωμένη σε επάγρυπνο ανάκλιντρο ύπνο με το σώμα αμελώς καλυμμένο με φυτικό αραιώς υφασμένο διάφανο ρούχο

πώς συνεργάζεται καλά με τις πτυχώσεις αύρας φθινοπωρινής και δροσερά ανέσπερα απογεύματα διεγείρει

τις ορατές αντανακλαστικές αισθήσεις ξένα από πόθο ή βούληση, υπερρεαλισμό ενύπνιο

μέσα στα καθ’ ημέραν η διψασμένη στυλωμένη στο παράθυρο ορτανσία φανερώνει

αυτό που παραμελώ μένει σ’ όλα ντροπαλό συνεσταλμένο στο μεταίχμιο του υποσυνείδητου και του ασυνειδήτου στο σκαλί του γλάρου

σε βράχο γκρεμού και πάνω αιωρούμαι από πορφυρή υπναλέα άβυσσο, κει που εκτινάσσονται αόριστοι δαίμονες, συχνότερα τώρα φιλικοί παρά στα παιδικά τα χρόνια.

-Ξέρεις αλήθεια;

Δώρα φέρων ικέτης της ευμενείας σου αρπάζω ανταγωνιστικά τα βλέμματα της συμπαθούς ηγεμονίας που αυτάρεσκα διαμοίραζες στον όχλο που σ’ επευφημούσε απρόσωπα

αν και δεν μου τό’χα για την επαιτεία ‘γώ που από ψηλή κατά πως μου ‘μαθαν γενιά κρατώ και δε μου πρέπει ελεημοσύνη.

Τίποτα για κόλακες δε είπανε.

Χιμάμε αλληλοσπαρασσόμενοι, σε αγώνισμα αρένας, καθένας με το κρίμα του και κρίσιμο παραλογισμό θεατές και μονομάχοι ηττημένοι στις κλίμακες κερκίδων τσαλαπατημένα άνθη και

αντίδωρα μετά το πέρας του αντιλογισμού παρελαύνουμε χαμηλωμένο κεφάλι κι αυτιά και σηκωμένα απ’ τους κυνόδοντες και πάνω χείλη κάτι κι εμείς άγριοι σκύλοι

τάχα φοβούμαστε από συμφέρον μπρος στ’ αλητόπαιδα με τις σφεντόνες όμως πίσω απ’ τα μάτια μας το δράμα εσυνετελέσθη.

-Ξέρεις;

Χαϊδευτικά τα κτητικά των αλληλόχρεων εραστών που καταθέτουν σε ακρογιάλι των Κυθήρων μένουν κοχύλια και τα ανταλλάσει η Θάλασσα συχνά συντροφικά με τις ξηρές φευγάτες σκέψεις των Kαβείρων

Να, τώρα ανεμοσάρωμα της χαραυγής περιμαζεύει ό,τι εωλώς απέμεινε από την νυχτερινή υπνοβασία

αλήθεια που είναι αδιαίρετη

από την εποχή του ουρανού
εν’ αϊτός από την
θάλασσα της αρετής ένα
κοράλλι από την ερημιά της
γαίας εν αμάλγαμα του
Προδρόμου ένα διαμάντι

άνθρακας ασύμμετρο μπορεί
αν η ενσυναίσθηση εκλείψει να
παραστεί απόλυτη ανάγκη εν
αντίκρισμα επιτύμβιας πλάνης

απολωλότες

όσοι έχουνε την ταραχή
του αντιλόγου χάρη
κι όπου στον ύπνο τους γροικούν
τ’ απάλευτο λιοντάρι

Κ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Κάπα

 

Αχθοφόρος ῥέμβης κιβωτός η
Νύκτα υπό λογίων αμφισήμους
νυμφίους συνοδεύεται

κόρες αειθαλείς σε διαστολή
στρατολογεί στην περιοχή της
αγρηλιάς  πυροδοτεί ριπές ψιθύρων

από το κότσι πιάνεται των
ανημέρων σκύλων με σκονισμένη σύρεται εκπνοή νωθρά στο χώμα

γρίφος του γρύλου άλυτος
στον ψυχοκάμπο έναστρος αποδιδράσκει από την σιωπηλή αρπάγη

σαλίγκαρος παραπατά καβούκι του κουτρουβαλά μια ψυχή έξω πρώτη φορά λέφτερη

σε κάποια στέρνα φίδι βέβαιο θολά μεταμορφώνεται σε βάτραχο αψηλάφητο

Αιγύπτιες γάτες αδιαφορούν και διψασμένες άρτι αφυπνισμένες παλεύουν και θηρεύονται τα πτερωτά σκαθάρια

κάθε κορμού παλμός δονεί το τύμπανο συνομιλών με την αδύναμη την παντοδύναμη στίλβη των άστρων

κέντρα βεγγαλικά κυκλωτικών χορών σε Ανδριτσαίνη και Ανδρομέδα υποδηλώνει την μοίρα των πλασμάτων

την ενσαρκώνει ένα πτερό κολάρο καπέλου ψάθινο φορτίο αλύγιστο

Η Νύκτα κρύβεται παντού, στις στέγες μα και στα γιοφύρια, στην ερημιά και το κενό δεν είναι άδειο, γεμάτο αγρύπνια είναι

Μπονώρα πλάγιασαν οι Αγγέλοι περιφρουρήσαντες γονυπετείς την στέπα προπατορική

ολίφαντες βαρύγδουποι και δόξασαν με πίδακες εκτιναγμού υδάτινου οάσεις πήλινες κτήνη ασύμφορα

προαιώνια κατατρέχθηκαν και κατατέθηκαν σε ύπνο με σαϊτείες χάρτινες

Χνάρια προδίνουν το βήμα βήμα, χείλη με εύγλωττη αποφασιστικότητα, χέρια με τα αργύρια, μάγουλα με αναφιλητά

γλώσσα μικρό τραγούδισμα και βγαίνει στον αγέρα ένα φθινοπωρινό μπαλκόνι το κλαρί αφήνοντας στέκεται στο έδαφος και κουρασμένα φύλλα γίνεται ντοπιολαλιά.

Τα μάτια μου αποστράφηκαν τον ήλιο γυρέψαν επιφυλακτικά στο σκότος, ρομφαίες ν’ ακολουθούν θαμπές σκιές,

στα μάτια προσκολλήθηκε εικόνα ατσαλένιας νιότης ευχή στον άγγελο, ρωτώνε το : «-Για πάντα;»

Για πάντα αποκρίνεται και καταφατικά γελά μου σύρει πέπλο απά στο βλέμμα.

Έτσι ώστε πάντα ήσουνα Μεγαλόχαρη κεχαριτωμένη μεσ’ των βροτών τ’ ανάστημα

γι’ αυτό πυρόξανθη στεκόσουν στην άκρη βράχου Μετεώρων και πίσω σου ο Διάβολος και κάτω σου αφορισμένη μαύρη θάλασσα

γι’ αυτό σου κάθε μελλοντική απαρχαιωμένη εικόνα σώματος που αποστάτησε κι απόγινε σάψαλο ξύλο τίμιο δικάζεται ανίκητη,

Χριστέ! Που δεν κατάλαβα για ποιάν μιλώ σαν βλέπω τον υιό μας να καταφθάνει για την θέση μου, λέων αψίκορος και τον κοιτάς μειλίχια.

Που να βρίσκομαι απόψε
Πίσω από το παραθύρι
Να μαζεύω τη βροχή
Τα μαλλιά μου πιάσε κόψε
Κι ως να πέφτουνε στη γη
Ας μου κάνεις το χατίρι
Αν μαντέψω τι έχεις όψη:
– Τ’ ουρανού το κάλεσμα.
– Όχι.
– Το γαρύφαλλο ακρωτήρι!

 

Ι Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

 

 

 Ιώτα 

Η Νηρηίς αδειάζει την θάλασσα, σκάβει στο πέλμα την ράχη Γιλβραλτάρ.

Χορεύει για μέναν ξένε, μά για σένα; Η νιότη γεμίζει μπλε νερό απ’ τα μάτια της.

Τιτάνας μονάχος δίνει την χαίνουσα φλέβα. Κορίτσι νήπιο μαθαίνει συλλαβισμό. Bρέχει στον Πόντο την ποδιά της.

Περγαμόντο μετεωρεί από τις καπνοδόχους πάνω των εγκάτων. Σέλας γλυκά σταλάζει στην τροπόσφαιρα εκτονωμένο και παραδίνεται.

Το ψεσινό πύρωμα ανακτά την μέρα με ασθενή μέθη δίγλωσσης ζάλης.

Τέττιγες ιερουργοί τρικνίζουν το αντίρρυθμον.

… . / -.- .- .-.. — / -. .- / . .-. – …. . .. …

Πάλ-σαρ .. πάλ-σαρ ..

Αραρίσκω τον παλμό του αποκόσμου κόσμου. Αριθμοδοτώ ημέρες. Μία στη μία τις ξαποστέλλω πανταχούδ’ ευθύβολα. Διεγείρω ρυθμικά το οπτικό νεύρο. Καταναλώνω την ιδανικότητα της παρουσίας.

Η τρίτη απ’ τις αρχαίες προφητείες λαμβάνει πέρας.

Στάχτη φέρν’ η Όστρια και σύννεφο πηχτή, ύστατη άστρου ανάταση αντίδωρον και ανταλλάσσει το στερέωμα.

Λίκνο κοχλάζει των αρχαίων γλάρων. Πατούν μετέωροι θερμές εκφάνσεις. Εκτείνονται ως την Παναγιά σε διαστολή κι αφιερώνουν φτερωτό οπλισμό.

Κάβουρες οστρακόδετοι αναμασούν την άμμο. Για τη Σαπφώ αναδύεται νησί μές’ τα αίματα.

Aνυποψίαστος της ολικής εκλείψεως το αποφάσισα και πάγω, εύελπις μα τον Άγιο Σώστη.

Με στοίχημα την Υφήλιο, βαστώ τα Δωδεκάνησα στην παλάμη και παζαρεύω τη νέα Μεσόγειο.

Να γελαστώ ύστατος Άτλας, να δοξαστώ από την ήττα μου. Του απελάτη που έσπειρε τον όλεθρο σιμά ‘πό τις πορτοκαλιές.

«Θα περάσω με το κύμα, με τις ορδές των Σαλτιμπάγκων, ομογάλακτος τω Πατρί» συλλογάται και το βρέφος της Ιοκάστης, δαγκώνοντας ανάξιο κεχριμπάρι.

Δαίμων μητρός επιβαίνει τον αιθέρα και σε άτεγκτο λαβύρινθο με κατατρέχει.

Στην ερημιά του μεσοπέλαγου της πανσελήνου η τιτάνια παλιρροϊκή ισχύς γαλήνια είναι ήρεμη είναι ασημοθώρητη

σε υποβρύχια ηφαίστεια ολιγωρεί κι η απραξία της είναι παραπλανητική είναι κρυμμένη μέσα σε παραπέτασμα θαλασσινό έτος δεν λογαριάζει χρόνο δεν συλλογίζεται σε βάθη απύθμενα εκεί οπού ίσκιος αρχιπελάγους πέφτει βαρύς και δε βιούν φαντασμαγορικά κοράλλια και μόνο όντα αυτόφωτα βρίσκονται στα απύθμενα.

Πλάι στα τσακίρικα νερά της Ινάτου σε σπήλαιο άνασσες κάνουν σπονδές.

Ειλείθυια ονόμασαν τη δύναμη που αποτείνονται ανώδυνος να ‘ναι ο τοκετός της γέννας του νέου βασιλιά.

Στη σπειροχαίτη του γαλαξία η πανσέληνος μετεωρεί, πλανάται στη μαύρη άβυσσος και κοσμογονεί.

Της Ανδρομέδας το σκοτεινό φιλί πάντοτε θα γευτεί, όμοια το μέσα μου παιδί έχει μαρμαρωθεί.

Ομοιάζει με του Σεπτεμβρίου του Αυγούστου τούτου εδώ το φως και με την αίσθηση εμβρύου ζητάω το γιατί το πώς.

Έδωσα όπως καθεφέτος την ανυπόσχεση που θέτει το ανιστόρητο μου πείσμα, πως τα μαλλιά τα κριθαρένια πριν αν τα πάρει το μαχαίρι θα μου ανταποδώσει κύμα.

Στα γένια πιάσθη η αλμύρα, εικόνα πήρα μπρος απ’ τη δύση, στη θάλασσα επήγ’ η μέρα και στα βουνά οι παραδείσοι.

διψαλά= σκασμένα για νερό
τρικνίζουν= παράγουν ήχο τζίτζικα
αντίρρυθμον= με άτακτη περιοδικότητα
ανάξιο = (άναξ) βασιλικό
 

Θ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Θήτα
 

Οι βασιλείς που επλάγχθησαν σε μήκη και σε πλάτη, του Πρίαμου τον οδυρμό της θάλασσας τ’ αλάτι βρήκαν σε ξέστρατο γυμνό και πέλαγο παλάτι.

Θέλγητρα αναλλοίωτα ησσόνων θεατρίδων τέκνων του κρείσσονος θεού δια βίου παλλακίδων τυχόν θεάρεστων θυτών ανάκτων πεπονθόντων πάθη αδήριτα.

Η θάλασσα καμώνεται πως νοιάζεται σαν μπαίνει Άνοιξη.

Κάτω απ’ τα απόκρημνα υψίπεδα αιώνων ποντίων τε κυμάτων ανήριθμον γέλασμα αντιποιείται ημέρες γαλανές με προσμονή γαλήνια να γευτεί χθονίων κορμών το λάδι .

Εφήμερο μύρο του αγιατρεύτου δέρατος.

Αν έχει μνήμη ο ωκεανός θα ερωτηθεί ο ναυτικός.

Γιομάτα της θάλασσας με του θεού το δόρυ στήθη κι αναπαμός έχει γενεί ο μυστικός βυθός και ξέγνοιαστα αποτέθηκαν εκεί τα τέκνα της παγκαίας.

Με καρφωμένο βλέμμα κάτοπτρο δίχως τη μνήμη που υποτακτικά απόλλυται είτ’ από πλάνη κι άλλοτε με φοβέρα.

Απόηχος πλανάται απ’ το σκαλί του γλάρου κι από το στόμα της μανάδων ευχή κρεμάται, λες και κατάρα: Καλό Ταξίδι.

Κάτι σκέπτεται το πέλαγο κι είναι ο νους του στο φευγιό. Ο άρτι αφιχθείς βραχυπρόθεσμος επισκέπτης.

Δεν το μολογά μα δεν κρατεί και πρόσχημα, άγρυπνα στην κουπαστή του εξώστη με ανάσα ορατή μέσ’ στην άχλη.

Γεύεται με το σίδερο της αναχώρησης και λαχταρά η καρδία του.

Ακροτελεύτια κύματα, αφρόκομα συνθήματα, στις χρησμοφόρες τις ακτές που αντηχούνε προσευχές παρήλθε νύχτα μαζί και τα φιλιά που αντηλλάγησαν.

Ηώς πιασμένη με τελευταίον άστρο κι ανεβαίνει.

Αργέστης οργώνει πέλαγον.

Σαλπίσματα ηχούν οι Τροίες της αντίπερα.

Βρέφη μασούν θηλές μανάδων με βλέμμα πιασμένο από τα τείχη και πέρα Υπερίονος πνο’ ίστια διακορεύει.

Μαύρα πανιά πιαστήκαν στο λιμάνι, σκέψεις σφιχτές βυθίστηκαν του νου.

Το πέλαυγο που ήξευρα ανεγάλη.

Τη θάλασσά μου θα γευτώ στην ανοικτή αναγκάλη.

Μούσα και βρίσκεσαι εδώ λέξη στα χείλη μου κρατώ και περιμένω το φιλί κελαριστό νερό. Κρασί στόμ’ από στόμα.

Μέσα σε όστρακο βουβά τρυπώνει κόκκος άμμου και τρέφεται κι εκτρέφεται από τη νέα μάνα.

Πάνω στη γλώσσα πιπιλά θαλασσινό γογγύλι.

Με ρεύματα μεσημβρινά, μ’ απάτητα κατάκρυμνα το γνέθει με χρυσάνθεμα νερά αλαβάστρινα.

Γοργόνες αγρυπνοφυλούν λιγνόφρυδο στολίδι και ποντοπόροι πειρατές, του Ποσειδώνα διάκονοι το τριπλολαχταρούν.

Συ στα χείλ’ έχεις σταφύλι το θαλασσινό γαρμπύλι.

Στο ρουθούνισμα του ταύρου αφανίζονται οι Μήλειοι.

Ορκισμένοι έποικοι κι αλαργινοί κουρσάροι, ποιος θα ρίξει ποιος θα πάρει το γλαυκό μαργαριτάρι.

Η Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Ήτα
 
Λάβρα εξοντώνει το νερό συλλαβιστά κι αθόρυβα παίρνει βαθιές ανάσες αλλοπαρμένων υδρατμών στον καθαρό αιθέρα μετέωρα να αποικισθεί με τα ουράνια σμήνη να τα κεντά ο κεραυνός να τα βαφτίζει βρόντος και ύστερα μ’ επίγεια παράκληση να σπεύδει γοργά να παριστάνεται βροχή να κατεβαίνει.

Πλημμύρα πνίγει τη φωτιά τον άνθρακα με βιαστικούς κυκλώνες καταρράκτες στα έγκατα εναποθετεί να γίνει μαύρο κούτσουρο να βγει στεγνό διαμάντι να το ξεθάβουν καλογριές να το δοξολογούνε να το ζητούνε αετοί σ’ απατηλά ποτάμια ερίφια να ποτίζονται και τα κατασπαράσσουν.

Ύδωρ πνίγει τη φωτιά, φλόγα εξοντώνει το νερό, η άκρη πορφυρού νήματος γνέφει ασάλευτη, χιτών αγγέλου φθείρεται στη γη.

Βαδίζει ευθύγραμμα καθώς ριγούν οι σίδηροι λίθοι και περιστρέφονται σε σκότη αόριστα, το χέρι της παλάμης του επιβλητικά σαρώνει μεσοϋψίς το επίπεδο και προκαλεί υπέρταση σκότιση ανυπόφορο πάθος κι έπειτα με έρωτα ασυγκράτητα τους καταπίνει η Άτροπος ανασαίνοντας όλο το οξυγόνο.

Κέρας δονείτ’ εκστατικό και άφωνο.

Τα ένστικτα θεριεύουν, χωρίζουν τις καρδιά κι άθελα μας γινήκαμ’ άνθρωπος. Στέκουμε έναντι αλλήλων καθρέπτης εκατέρωθεν κοιτούμε την ψυχή μας και τι ν’ άραγε βλέπουμε.

Έρεβος χνώτων βομβών και κρότος.

Άλογα μ’ ατσαλινά σαγόνια αναμασούνε το κριθάρι της αβύσσου τα θ ν τα, τα β ρ τ, τα πνεύματα και τα φωνήεντα που απομένουν αναντηχούν στα υψίπεδα ερώτηση κι ερώτηση η ο ω ο ζει τάχα ο βασιλιάς, αν τάχα ο βασιλιάς.

Ρουθούνια αγωνιούνε ρόγχους με μουτζούρες πετρελαίου και κηλίδες σκόνη αρματωμένα.

Χαλκάδες μ’ εξουθενωμένη λύσσα οργή απάνω τους και δόντια τριμμένα με το μέταλλο αφτιά παρμένα στις μεριές.

Βλέμματα που συντήγονται και γίνονται ήλιοι κόλαση με κόρες του χαμού πυρί στεφανωμένες και τότε

καταδύεται Ηώς στον Άδη με πανσέληνο καυτή στεφάνη.

Κοίτα μπροστά! … προστάζει η κάνη. Κοιτάζω πίσω. Ποδοπατημένους καρπούς έχουν ειρηνικά τα πεζοδρόμια.

Λάχεση βαλμένη στις όψεις του νομίσματος, κορώνα κίβδηλη εξ αίματος, πεζά τα γράμματα με τα θνητά βροτών ονόματα.

Οι κουβαλητές των πεδίων εγκαταλείπουν στη γη κανενός το βάρος των ονείρων τους και κλείουν στο θάμπος απ’ τα μάτια τους την έγνοια των παιδιών και των συζύγων τους.

Ήλθε καημός να βγεις εις την αντικρινή πλευρά της γης, που φέτος άρχεται ο πόνος και σπάζεται η ράχη της ψυχής.

Πέρυσι με διαφορά μεσημβρινών σχολειό αποκατέστηνες σε πεδιάδα άγονη, υιών και θυγατέρων ορφανών αλλότριων πολεμιστών.

Έχεις εγκαταλειφθεί, πούδε σε λόγος να εκβάλει, γω σε κοιτώ κι έχεις μου γερμένο το κεφάλι, στόμα καλώ μιλιά δεν λάλει, δάκρυα χέω σώμα πλένω, πλέω στον αφρό στον ήλιο μένω, φέρω νερό αχτιδοβόλο, αίμα αμπέλου από το κελάρι, δόξασα γη να γίνεις γίνε βλέμμα στο βλέμμα σου δεν είναι.

Εγώ κοιμούμαι ξένο μάτι, μέσα του αναλαμπή σφαδάζει και σύ γλυκό στο κάτου χώμα, άμυαλο βόλι και προσκεφάλι, αίμα σου μέσα μου έχω ακόμα.

Πήρε πουλί ο κυνηγός, γεράκι πήρε τ’ άλλο κι απόμεινε μοναχογιός να πολεμά το δίχως βιος.

Άλλος έζησε, άλλος εψεύσθη, άλλος εχάθη, άλλος διεψεύσθη.

Χαθήκαμε αδελφέ! Που να ψάξω βρω σε. Δεν βουβαίνεται πόνος καρδιά. Κάλλιο να γεννηθεί μην είχαμε.

Ζ Τομή Ανήριθμον Γελασμα

 
 
 
 
Ζήτα
 
Δίπλα ο παρακείμενος, μπροστά ο παρατατικός αόριστος και πίσω ο μέλλων συντελεσμένος. Ο ενεστώς στις μέρες μας δεν ευρισκόταν στο παρόν, μάλλον κοντά σε κάποιον από τους άλλους χρόνους βρίσκεται.

Εις μνήμην Πορφύρα

Ήτανε τόσος ο χαμός και πάφτωχη απαντοσύνη, οι Αθηναίοι ‘ξασθενημένοι με τα εφήμερα έντομα και μιαν παράταιρη βιασύνη συχνά επρόδιδαν το φως.

Άλλα κορίτσια και άλλα αγόρια και τα περίχλωμά τους νιάτα δεν αντιστάθηκαν σθεντόρεια δεν επαρέμειναν δροσάτα δεν εσεργιάνισαν καπρίτσια

πλάι σε καντήλι σβήσαν σβήσαν και τα θλιμέν’ άδολα μάτια. Όρκους οι μάνες όρκους δίναν κι οι πατεράδες στα κομμάτια.

Στο λόφο μένουν οι πτωχοί και οι εμπόροι στη λεκάνη κάποια καλή γριά βροχή αρκεί τα γίβεντα απ’ το παραχώρι να κουβαλήσει ωστήν αυλή να τα παντρέψει με το ζόρι με το βραχνό το ριζικό άλλοτε σ’ έπαιρναν σουλτάνοι

λόγο το λόγο την κουβέντα με τα κοπάδια των Αυγείω κάθε που φύτρωνε στο βράχο αρισμαρί θυμάρι μέντα μέσα στη λάσπη

τ’ αργυρό στεφάνι του ονειροκρίτη το κελαρύζει το νερό το ζευγαρίζει τ’ όνειρο αγάλι δρέπουν τ’ ορφανοί Ζέφυρος το λιχνίζει.

Στο χώμα στύφτηκε το κλέος με τ’ άνθη απ’ τις μαραμένες κλίνες μάλλον συχνά παρά πως όχι πίπτει ακούσια σαν πτώμα

βαστά σφιχτά ‘πολιθωμένη πυγμή απόκομμα μαντήλι με τ’ αρχικά της κεντημένα

άλφ’ αρετή ανδρειωμένη άλφ’ Αλεξάνδρει’ απολύει άλφ’ ανυπόταχτος ακόμη άλφ’ αγαθή απάτη Άρνη.

Βουβάθηκαν οι κάνες των δε σπαθιών οι λόγχες σωπαίνουν στα θηκάρια αλλοτινή στη μάχη δόξα οι κόψες τους κομίσαν σ’ αντρειωμένες χείρες από τα παλληκάρια μα

κείνα δα τα έπη γινήκαν παραμύθι στα σχολικά τραγούδια και γερασμένα έτη να δουν τι δεν επρόλαβον, επιτηδείως έπεσαν στην πένα δικολάβων.

Μάρμαρο έκλαμπρο κότινος άγιας Παλλάδος άγημα ίκτερος ήλιος παύση τιμήματα γλώσσα κουβάρι δημόδοκος χρύσ’ ανομήματα γόνατο άθροιση πύλη λαμπαδηδρομία

κάτι στεγνά στραγγιγμένα χάλκιν’ ασάλευτα νέφη στα μελανά μουδιασμένα ξύλιν’ απόμαχα βάθη κάτι μια μάνα επίμονα στα ανυπόδητα γνέφει τα ανυπάκουα με τα γυμνά αχαμνά πιτσιρίκια.

Κάθε ανδρόγυνο πάει το δείλι πλαγιάζει, οι εραστές που δεν εύρισκαν άδολη άνοιξη ατόφια, σύντομα ερήμωσαν άφωτοι χωματοδρόμοι

την γειτονιά ανακτούν τότε άγονοι σκύλοι όλη τη νύχτα μυρίζουν μυρίζει τ’ αγιάζι μέσα στις κάμαρες ύπνοι βαρείς και ακόμη μια θεά στη γωνιά κρητικιά ανασαίνει φως απ’ το φως της θαρρείς και την μέρα που δήλοι.

Τη νύχτα το μικρό φεγγάρι δεν φωτίζει, έχει στραμμένη τη ματιά του κάπ’ αλλού κάποια κοσμογονία συγυρίζει στα βύθη αδιόρατου γιαλού.

Αργοχαράζει η αυγή στη μακρινή αντιδύση το βλέμμα στρέφομε κι εμείς στο νέο ηλιοφώς και ναυτικοί και στεριανοί και όσοι κάθε μέρα για άδηλο τι κι αδόκητο έχομε πολεμήσει.

F Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Δίγαμα
 
Βαθύ στο αίμα έπεσεν ο ιδρώτας τιμή στον κόπο των ανθρώπω, ριγώντας και των αλόγων τον απολιθωμένο αφηνιασμό και στον βυθό κατάβη.

Διάσκορπα στο υπέδαφος νομίσματα του Αχέρωντος κυρίευσεν η δόνησις κι αίφνης παλμός συναίσθησης διέγνωσεν το διάκενο.

Βήμα τοις παρ’ Άδει έδωξεν.

Οι τεθνηκώτες πρόσκαιρα συντονισμένοι ύστερα πάλι χαοτικά παρευρισκόμενοι αφηρημένοι με ίσκιο αλλοπρόσαλλα σφαδάζοντα στη θέση που τους άφηκεν θεός υψώναν με υπάκουη βουλή κέρινα σημαδεμένα χέρια.

Ευκάλυπτος κι ευωδιά υπόρινης σταφύλης καταδράμη κι από ψηλά ως καταδίκη ακούσθη ο πρώτος όρκος πέτρινος και μες’ από στεγνά πηγάδια αντήχησε.

Όμνυμι φίλο ν’ αρνηθώ, να ασπασθώ τον άγνωστο, κελεύομαι να πω με ποιους θα πάς και ποιον θ’ αφήσω.

Φίλοι σας ξορκίζω και τώρα τάσσομαι με αντρειωμένο χωριστό παράδεισο.

Προσεκτικά εκπέμπονται μέσα απ’ τα δόντια συλλαβιστά μα κόβονται και σχίζονται διερχόμενα πικράλμυρα τα λόγια.

Αποτάσσομαι το αργόσχολο ξημέρωμα της εύφορης εφηβικής νυκτός.
Α π ε τ α ξ ά μ η ν .

Νέκταρ κοινό που όλβιοι υποδόρια μεταλάβαμε σ’ αμπέλι ακαδημίας κάποια Δευτέρα ανέσπερη χέω σπονδή κάτω απ’ τα νύχια για το σκυλί που θα φυλά την ξένη πύλη και θα δεχθεί με να εισέλθω.

Έφθασε πάλι εκείν’ η ώρα.

Μνήματ’ άδειαξε μανά και επιτύμβια τα κάλυψεν με άλγη. Ήρως, αγνοείται ήρως. Τούτο το ποίημα γράφει για την εκούσια αποπομπή ιστορικής επίγνωσης.

Μον’ κρύβω φωτογραφίες των πρόγονων που ‘ν’ διάβολος.

Σε δίκη λαϊκή δικάζεται η Τριάς και στ’ όνειρο μου βρέχει.

Θάνατος πρώτα για τους λόγιους αυτούς τους κόρακες που ζουν διακόσια χρόνια, κάρβουνο από το κορμί αρχαίων δέντρων, δαιμονισμένοι με την οσμή ξεθεωμένης αγιαστούρας ερμαφρόδιτοι κυνόδοντες

Μήτε σερνικοί και μήτε θήλεις άτεκνοι μύστες αρχέτυποι μετέωροι και κοινωνούν στα όρη πάντερμα το κρυπτογραφημένο μύρο ετών μυρίων

Σε κόρφο βραχλερό μεταλαβαίνουν τη μέρα μέρα και δεν τους πιάνει μάτι, θα πει πως δεν τους λογαριάζει ο κλήρος.

Δεν είναι αιρετοί μα υποσχετικά χρισμένοι στο εωσφόρο αντίκρισμα κόρακες το ξέρουν δαύτοι με την ωλένη εξαρθρωμένη εισαγγελείς αποκόσμου παρακαλέσματος.

Ασπάζομαι Θρόνο και σπάζω το ρόδι που έθρεψε μέσ’ τα πετρέλαια να γίνω καγώνας άναξ Μίδας.

Ο δισταγμός μου καταδίκη.
Ο λόγος μου ονόλεθρος.