Λ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα





Λάμδα


-Ξέρεις αλήθεια;

Ανταμώνεται ασκητικά σε άγρυπνα σκυφτά γραφεία και σε αυτοσχέδια συγγραφτεία.

Ασώματη περιφέρεται στο δωμάτιο με έγνοια τακτοποιεί την κούπα τα μολύβια σβήνει την λάμπα

σαν αποκαμωμένος ηττηθώ με πρόσωπο ριγμένο σε κόλλες λευκές σε κόλλες σημαδεμένες με ονόματα ανέμων κι άστοχους δείκτες πεισμόνων πυξίδων,

αφήνει την ποδιά στο πάτωμα με θρόισμα μου χαϊδεύει την κεφαλή και αναπαύεται

ξαπλωμένη σε επάγρυπνο ανάκλιντρο ύπνο με το σώμα αμελώς καλυμμένο με φυτικό αραιώς υφασμένο διάφανο ρούχο

πώς συνεργάζεται καλά με τις πτυχώσεις αύρας φθινοπωρινής και δροσερά ανέσπερα απογεύματα διεγείρει

τις ορατές αντανακλαστικές αισθήσεις ξένα από πόθο ή βούληση, υπερρεαλισμό ενύπνιο

μέσα στα καθ’ ημέραν η διψασμένη στυλωμένη στο παράθυρο ορτανσία φανερώνει

αυτό που παραμελώ μένει σ’ όλα ντροπαλό συνεσταλμένο στο μεταίχμιο του υποσυνείδητου και του ασυνειδήτου στο σκαλί του γλάρου

σε βράχο γκρεμού και πάνω αιωρούμαι από πορφυρή υπναλέα άβυσσο, κει που εκτινάσσονται αόριστοι δαίμονες, συχνότερα τώρα φιλικοί παρά στα παιδικά τα χρόνια.

-Ξέρεις αλήθεια;

Δώρα φέρων ικέτης της ευμενείας σου αρπάζω ανταγωνιστικά τα βλέμματα της συμπαθούς ηγεμονίας που αυτάρεσκα διαμοίραζες στον όχλο που σ’ επευφημούσε απρόσωπα

αν και δεν μου τό’χα για την επαιτεία ‘γώ που από ψηλή κατά πως μου ‘μαθαν γενιά κρατώ και δε μου πρέπει ελεημοσύνη.

Τίποτα για κόλακες δε είπανε.

Χιμάμε αλληλοσπαρασσόμενοι, σε αγώνισμα αρένας, καθένας με το κρίμα του και κρίσιμο παραλογισμό θεατές και μονομάχοι ηττημένοι στις κλίμακες κερκίδων τσαλαπατημένα άνθη και

αντίδωρα μετά το πέρας του αντιλογισμού παρελαύνουμε χαμηλωμένο κεφάλι κι αυτιά και σηκωμένα απ’ τους κυνόδοντες και πάνω χείλη κάτι κι εμείς άγριοι σκύλοι

τάχα φοβούμαστε από συμφέρον μπρος στ’ αλητόπαιδα με τις σφεντόνες όμως πίσω απ’ τα μάτια μας το δράμα εσυνετελέσθη.

-Ξέρεις;

Χαϊδευτικά τα κτητικά των αλληλόχρεων εραστών που καταθέτουν σε ακρογιάλι των Κυθήρων μένουν κοχύλια και τα ανταλλάσει η Θάλασσα συχνά συντροφικά με τις ξηρές φευγάτες σκέψεις των Kαβείρων

Να, τώρα ανεμοσάρωμα της χαραυγής περιμαζεύει ό,τι εωλώς απέμεινε από την νυχτερινή υπνοβασία

αλήθεια που είναι αδιαίρετη

από την εποχή του ουρανού
εν’ αϊτός από την
θάλασσα της αρετής ένα
κοράλλι από την ερημιά της
γαίας εν αμάλγαμα του
Προδρόμου ένα διαμάντι

άνθρακας ασύμμετρο μπορεί
αν η ενσυναίσθηση εκλείψει να
παραστεί απόλυτη ανάγκη εν
αντίκρισμα επιτύμβιας πλάνης

απολωλότες

όσοι έχουνε την ταραχή
του αντιλόγου χάρη
κι όπου στον ύπνο τους γροικούν
τ’ απάλευτο λιοντάρι