(Πρότασις)
Μέρες απρόθυμες
στης Άνοιξης το φως
Σε προφυλάσσουν
από κάποιο μυστικό
Και συσκοτίζουν
ένα ένστικτο κακό
η ώρα ήγγικεν,
κοντεύει ο καιρός
Εσύ θ’ αφήσεις
ανοιχτή μια χαραμάδα
για το σκοτάδι
μήπως και διαρραγεί
κι άμα μπορέσει κι
επουλώσει η πληγή
να ‘ρθει της Κρίσεως
η μέρα η αποφράδα
Ωστόσο στέκεις αφανής
σ’ αυτό το τείχος
Ανοίγεις τρύπες
μα δεν θέλεις να εξέλθεις
Φωνάζεις μνήμες
απ’ τις άλυτες που στέργεις
Βουτάς στ’ απόνερα,
στη θάλασσα, στο κήτος
Μες στον πεζόδρομο
κοιμάται η όρεξή μου
σ’ ένα σημείο που (συχνά)
κοντοσταθήκαμε
Μας γυροέφερε μια
λέξη που δεν είπαμε
και που κρατάει σκοτεινή
την άνοιξή μου
Μια Κυριακή απρόθυμη,
κοντή γιορτή
Θ’ αποκαλύψει κάποιο
μυστικό κρυμμένο
Κι εγώ στο σώμα σου
κοιτώ και απομένω
τρύπα στο τείχος,
στο παράθυρο ρωγμή
(Αντιπρότασις)
Ήμουνα πρόθυμος
να σου φανερωθώ
να κοινωνήσω
να κινήσω και να ‘ρθώ
να μεταλάβω
το κοινό μας μυστικό
αλλά με σκότισεν,
προαίσθημα κακό
Και στα μισά της
διαδρομής έκανα πίσω
και συλλογιόμουν
αν θα σε ξαναβρώ
κι άμα θα πιω ξανά
απ’ το χέρι σου νερό
κι αν θα μπορούσα ‘γώ
ποτέ μου να σε μισήσω
Ποτέ βρεθήκαμε μαζί
στην άδεια πόλη
την πρώτη μέρα
του επτάψυχου Απρίλη
σ’ έρημους δρόμους
κι αντηχούν τα βήματα μας
ανυποψίαστος,
ανήσυχος κι αδάμας
Απ’ το παράθυρο
κοιτώ την άγρια μπόρα
ο ταχυδρόμος βιαστικά
με προσπερνάει
βροχή επίμονα το
τζάμι μου κτυπάει
κείνο το γράμμα σου που να
πηγαίνει τώρα
Σήμερα είναι κάποιου νου
Αγιού επέτειος
και αφυπνίστηκα με
κωδωνοκρουσίες,
στον ύπνο έβλεπα
πως αυτοεξορίστηκα,
ήμουνα λέει
ο μοναχικός υπαίτιος
Τούτο ‘δώ (Αντιπρότασις) δεν είναι ακριβώς “Σπουδή σε ποίημα”, δηλαδή δεν είναι ελεύθερη (ως ανεξέλεγκτη) νοηματική απόδοση ξενόγλωσσου ποιήματος. Είναι, ας το πούμε, “συνομιλία” με το ποίημα της Έφης Μουγκαράκη (Πρότασις) (το παραθέτω με την άδειά της) – που είχα ποτέ μελοποιήσει – τηρώντας μέτρημα, τονισμό και στίξη.