Σπουδή σε ποίημα β΄

Λιόντες μαίνονται την κλίνην
Κύνες αφρισμένοι λυσσασμένα κτήνη
τέρας ορθάνοιχτο η καρδιά της πόλης

Νεκρός μητρός ασθμαίνει
πυρωμένο χώμα και σήπεται
γυρνώ την πλάτη στο χάος
εγκαταλείπω άναρχα
και δραπετεύω
για πέρα από τα νότια σύνορα

Βρίσκομαι να ξυπνώ στην ζούγκλα κι
άγνωστο ιδρωμένο πλάσμα βογκά
πλάι μου στάζει και γυαλίζει
Η διαίσθησή μου καλεί .
Η μυσταγωγία ξεκινά !

Ξυπνώ
Δεν αντιλαμβάνομαι που
σταματά το όνειρο ;

Μακρύ ερπετό μοιάζει χλωμό
από χρυσό γυαλί μα γέρικο
δεν τολμώ ν’ αγγίξω το κοιτώ
μεσ’ απ’ το τυφλό τροπικό
καλειδοσκόπιο της σινδόνος

Κοιμάται πλάι μου
γραία, όχι πια, νέα
σκούρα κοκκινομάλλα με
δέρμα πούπουλο

τινάζομαι όρθιος οπισθοχωρώ στο μπάνιο
με παίρνει στο κατόπι, ο καθρέπτης
την προδίδει δεν επιβιώνω την ατελείωτη
αιωνιότητα κάθε της κίνησης

καταρρέω ανήμπορος με το βάρος μου
στον τοίχο μπρούμυτα γλύφω με το
μάγουλο το κρύο γλιστερό πλακάκι το
χθεσινό παγωμένο αίμα συρίζουν και
με λούζουν τα δολερά φίδια της βροχής

Ξέρεις το παιχνίδι αυτό
το κρυφτό μέσ’ το μυαλό
το κρυφτό από τη μνήμη
μέσα στην παραφροσύνη

Ας αποδράσουμε μαζί
να φύγουμ’ από τη χαζή
του Κράτους Βιαιότητα
πεζή πραγματικότητα

Τα μάτια μας ας κλείσουμε
αλήθεια να ζητήσουμε
μια νίκη ανεξέλεγκτοι
ελεύθεροι ανέφικτη

στον Αβησσυνό του νου στα ρηχά του
Αυγερινού ξένου πόνου μακρινού πέφτει
απαλή βροχή και η πόλη βρέχεται στις
ήσυχες παρυφές της εργασιόπληκτοι πολίτες
κινούνται νευρικά υπόγειες δαιδαλώδεις
διαδρομές κατακλίζονται απολιθώματα
ποικίλων ερπετών αναζωογονούνται και
αυγατίζουν άφθονα σε σπηλιές και
δροσερά αιθέρια ύψη

οίκοι βάσει στερεοτύπου βλέφαρα
χαμηλωμένα κλειδωμένη στο στέρνο
μηχανή θηρίο χωρίς ανάφλεξη πόθοι
σβηστοί καθρέπτες διαθέσιμοι
σκονισμένοι κάτω από ανδρόγυνα
κρεβάτια ευυπόληπτα σαβανωμένα και
θυγατέρες με βραβεία σπέρματος στα
φλύαρα με έπαρση γεμάτα στήθη τους

Συναγερμός !
Έχει επικρατήσει μακελειό .

Μην σταματήσεις να σκεφτείς να δγεις
τα γάντια την βεντάλια καταγής
σ’ εκδιώκουν απ’ την Πόλη
περνάς στην ξενιτειά
γλυκύ πατρίδα έχε γεια

και ανάλαφρος και μετέωρος
εξοστρακισμένος απ’ τον ήλιο
τρέχω

σπίτια τω λοφών, το σεληνοφώς
ίσκια τω δεντρών μάρτυς μου τ’ αγέρι
άγρια ομορφιά μου, τρέχω

τρέχουμε

Προέδρου νεκρός και μπροστά οδηγός
στην άσφαλτο λιώνει κολλά ο τροχός
πάμε μαζί προς την άπω ανατολή
στην Αγία Πετρούπολη

Στον λόφο η έπαυλις θελκτική
με αφθονία ανέσεων και θαλπωρή
πορφυρή βελούδινη αρχοντική πολυτελής
απατηλή

τρέχουμε

Παρίες στην λίμνη παρεπιδημούν
κορίτσια του λάκκου το φίδι ποθούν
που ζει σε απύθμενο φρέαρ στη γη
φθάνουμε κι εμείς εκεί

Να, τα Εωσφόρα Τείχη !
Να, η Πόλη Αποσπερίτης !

Ήλιος ο Παντοκράτωρ
Σελήνη των Θαλασσών
διάττοντες την διαπασών
θα σε φθάσω
οπωσούν

Είμαι ο Υπέρμαχος Βασιλεύς
ο Ερπετός Ακατόρθωτος

Με οδούς ποταμούς
κατεβήκαμε
με καταρράκτες δάση
Αποκλειστήκαμε
από Δίστομο κι Επτάλοφο
υπνωτισμένοι αφιχθήκαμε
στη Σαλλονίκη

Και μπορώ να σας
ονοματίσω τα βασίλεια
να σας γλυκάνω
με γνώσεις γνωστές
να αφουγκράζομαι
παλάμες σιωπής σκιώδης
να ορειβατώ στα βουνά

Αιωνιότητι περιπλανιόμουν
στο επαγγελλόμενο εύπορο βασίλειο
και χαριεντιζόμουν μ’ ελευθεριάζουσες
εξόριστες Φαιακίδες
τώρα που επιστρέφω στις χώρες
ανδρειωμένων μακαρίων σοφών
νύφες νυμφίοι στην ομίχλη
τέκνα σιγής Ωρίωνος εκλιπόντος
ποιος τάχα θα ηγηθεί κυνηγός;
Μας κυριεύει νύχτα κι όστριες φάλαγγες
αποταθείτε πια σ’ ονείρων σπηλιές
ξημέρωμα μας υποδέχεται η γενέτειρά μου
ας είμαστε έτοιμος ..

Σπουδή στο ποίημα Celebration of the Lizard του J.D.Morrison