Κ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Κάπα

 

Αχθοφόρος ῥέμβης κιβωτός η
Νύκτα υπό λογίων αμφισήμους
νυμφίους συνοδεύεται

κόρες αειθαλείς σε διαστολή
στρατολογεί στην περιοχή της
αγρηλιάς  πυροδοτεί ριπές ψιθύρων

από το κότσι πιάνεται των
ανημέρων σκύλων με σκονισμένη σύρεται εκπνοή νωθρά στο χώμα

γρίφος του γρύλου άλυτος
στον ψυχοκάμπο έναστρος αποδιδράσκει από την σιωπηλή αρπάγη

σαλίγκαρος παραπατά καβούκι του κουτρουβαλά μια ψυχή έξω πρώτη φορά λέφτερη

σε κάποια στέρνα φίδι βέβαιο θολά μεταμορφώνεται σε βάτραχο αψηλάφητο

Αιγύπτιες γάτες αδιαφορούν και διψασμένες άρτι αφυπνισμένες παλεύουν και θηρεύονται τα πτερωτά σκαθάρια

κάθε κορμού παλμός δονεί το τύμπανο συνομιλών με την αδύναμη την παντοδύναμη στίλβη των άστρων

κέντρα βεγγαλικά κυκλωτικών χορών σε Ανδριτσαίνη και Ανδρομέδα υποδηλώνει την μοίρα των πλασμάτων

την ενσαρκώνει ένα πτερό κολάρο καπέλου ψάθινο φορτίο αλύγιστο

Η Νύκτα κρύβεται παντού, στις στέγες μα και στα γιοφύρια, στην ερημιά και το κενό δεν είναι άδειο, γεμάτο αγρύπνια είναι

Μπονώρα πλάγιασαν οι Αγγέλοι περιφρουρήσαντες γονυπετείς την στέπα προπατορική

ολίφαντες βαρύγδουποι και δόξασαν με πίδακες εκτιναγμού υδάτινου οάσεις πήλινες κτήνη ασύμφορα

προαιώνια κατατρέχθηκαν και κατατέθηκαν σε ύπνο με σαϊτείες χάρτινες

Χνάρια προδίνουν το βήμα βήμα, χείλη με εύγλωττη αποφασιστικότητα, χέρια με τα αργύρια, μάγουλα με αναφιλητά

γλώσσα μικρό τραγούδισμα και βγαίνει στον αγέρα ένα φθινοπωρινό μπαλκόνι το κλαρί αφήνοντας στέκεται στο έδαφος και κουρασμένα φύλλα γίνεται ντοπιολαλιά.

Τα μάτια μου αποστράφηκαν τον ήλιο γυρέψαν επιφυλακτικά στο σκότος, ρομφαίες ν’ ακολουθούν θαμπές σκιές,

στα μάτια προσκολλήθηκε εικόνα ατσαλένιας νιότης ευχή στον άγγελο, ρωτώνε το : «-Για πάντα;»

Για πάντα αποκρίνεται και καταφατικά γελά μου σύρει πέπλο απά στο βλέμμα.

Έτσι ώστε πάντα ήσουνα Μεγαλόχαρη κεχαριτωμένη μεσ’ των βροτών τ’ ανάστημα

γι’ αυτό πυρόξανθη στεκόσουν στην άκρη βράχου Μετεώρων και πίσω σου ο Διάβολος και κάτω σου αφορισμένη μαύρη θάλασσα

γι’ αυτό σου κάθε μελλοντική απαρχαιωμένη εικόνα σώματος που αποστάτησε κι απόγινε σάψαλο ξύλο τίμιο δικάζεται ανίκητη,

Χριστέ! Που δεν κατάλαβα για ποιάν μιλώ σαν βλέπω τον υιό μας να καταφθάνει για την θέση μου, λέων αψίκορος και τον κοιτάς μειλίχια.

Που να βρίσκομαι απόψε
Πίσω από το παραθύρι
Να μαζεύω τη βροχή
Τα μαλλιά μου πιάσε κόψε
Κι ως να πέφτουνε στη γη
Ας μου κάνεις το χατίρι
Αν μαντέψω τι έχεις όψη:
– Τ’ ουρανού το κάλεσμα.
– Όχι.
– Το γαρύφαλλο ακρωτήρι!