Ι Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

 

 

 Ιώτα 

Η Νηρηίς αδειάζει την θάλασσα, σκάβει στο πέλμα την ράχη Γιλβραλτάρ.

Χορεύει για μέναν ξένε, μά για σένα; Η νιότη γεμίζει μπλε νερό απ’ τα μάτια της.

Τιτάνας μονάχος δίνει την χαίνουσα φλέβα. Κορίτσι νήπιο μαθαίνει συλλαβισμό. Bρέχει στον Πόντο την ποδιά της.

Περγαμόντο μετεωρεί από τις καπνοδόχους πάνω των εγκάτων. Σέλας γλυκά σταλάζει στην τροπόσφαιρα εκτονωμένο και παραδίνεται.

Το ψεσινό πύρωμα ανακτά την μέρα με ασθενή μέθη δίγλωσσης ζάλης.

Τέττιγες ιερουργοί τρικνίζουν το αντίρρυθμον.

… . / -.- .- .-.. — / -. .- / . .-. – …. . .. …

Πάλ-σαρ .. πάλ-σαρ ..

Αραρίσκω τον παλμό του αποκόσμου κόσμου. Αριθμοδοτώ ημέρες. Μία στη μία τις ξαποστέλλω πανταχούδ’ ευθύβολα. Διεγείρω ρυθμικά το οπτικό νεύρο. Καταναλώνω την ιδανικότητα της παρουσίας.

Η τρίτη απ’ τις αρχαίες προφητείες λαμβάνει πέρας.

Στάχτη φέρν’ η Όστρια και σύννεφο πηχτή, ύστατη άστρου ανάταση αντίδωρον και ανταλλάσσει το στερέωμα.

Λίκνο κοχλάζει των αρχαίων γλάρων. Πατούν μετέωροι θερμές εκφάνσεις. Εκτείνονται ως την Παναγιά σε διαστολή κι αφιερώνουν φτερωτό οπλισμό.

Κάβουρες οστρακόδετοι αναμασούν την άμμο. Για τη Σαπφώ αναδύεται νησί μές’ τα αίματα.

Aνυποψίαστος της ολικής εκλείψεως το αποφάσισα και πάγω, εύελπις μα τον Άγιο Σώστη.

Με στοίχημα την Υφήλιο, βαστώ τα Δωδεκάνησα στην παλάμη και παζαρεύω τη νέα Μεσόγειο.

Να γελαστώ ύστατος Άτλας, να δοξαστώ από την ήττα μου. Του απελάτη που έσπειρε τον όλεθρο σιμά ‘πό τις πορτοκαλιές.

«Θα περάσω με το κύμα, με τις ορδές των Σαλτιμπάγκων, ομογάλακτος τω Πατρί» συλλογάται και το βρέφος της Ιοκάστης, δαγκώνοντας ανάξιο κεχριμπάρι.

Δαίμων μητρός επιβαίνει τον αιθέρα και σε άτεγκτο λαβύρινθο με κατατρέχει.

Στην ερημιά του μεσοπέλαγου της πανσελήνου η τιτάνια παλιρροϊκή ισχύς γαλήνια είναι ήρεμη είναι ασημοθώρητη

σε υποβρύχια ηφαίστεια ολιγωρεί κι η απραξία της είναι παραπλανητική είναι κρυμμένη μέσα σε παραπέτασμα θαλασσινό έτος δεν λογαριάζει χρόνο δεν συλλογίζεται σε βάθη απύθμενα εκεί οπού ίσκιος αρχιπελάγους πέφτει βαρύς και δε βιούν φαντασμαγορικά κοράλλια και μόνο όντα αυτόφωτα βρίσκονται στα απύθμενα.

Πλάι στα τσακίρικα νερά της Ινάτου σε σπήλαιο άνασσες κάνουν σπονδές.

Ειλείθυια ονόμασαν τη δύναμη που αποτείνονται ανώδυνος να ‘ναι ο τοκετός της γέννας του νέου βασιλιά.

Στη σπειροχαίτη του γαλαξία η πανσέληνος μετεωρεί, πλανάται στη μαύρη άβυσσος και κοσμογονεί.

Της Ανδρομέδας το σκοτεινό φιλί πάντοτε θα γευτεί, όμοια το μέσα μου παιδί έχει μαρμαρωθεί.

Ομοιάζει με του Σεπτεμβρίου του Αυγούστου τούτου εδώ το φως και με την αίσθηση εμβρύου ζητάω το γιατί το πώς.

Έδωσα όπως καθεφέτος την ανυπόσχεση που θέτει το ανιστόρητο μου πείσμα, πως τα μαλλιά τα κριθαρένια πριν αν τα πάρει το μαχαίρι θα μου ανταποδώσει κύμα.

Στα γένια πιάσθη η αλμύρα, εικόνα πήρα μπρος απ’ τη δύση, στη θάλασσα επήγ’ η μέρα και στα βουνά οι παραδείσοι.

διψαλά= σκασμένα για νερό
τρικνίζουν= παράγουν ήχο τζίτζικα
αντίρρυθμον= με άτακτη περιοδικότητα
ανάξιο = (άναξ) βασιλικό