Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #6

κοριτσάκι ζωγραφίζει 560
(Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #6)

Κοριτσάκι ζωγραφίζει έχει στο μυαλό του ποίμμα
 Και για λέξεις επιλέγει το φεγγάρι και το κύμα
 Στην παλέτα του πολλά δεν έχει ακόμη χρώματα
 Μόνο τ' αναγκαία έχει και του αγεριού ονόματα
 Εύρο για να φέρει απ' τον ισημερινό κυδώνια
 Γραίγο αστερόεντα και την ξενιτιά αιώνια
Ζωγραφίζει το φεγγάρι πρόσθιο, αναδύεται
 Ακροτελεύτητο, το ηλιοφώς ενδύεται
 Μες'σε νύχτα θάλασσα στα βόρεια Επτάνησα
 Και στ' ανάμεσι τους φτιάχνει βάρκα καπετάνισσα
 Ακροβατεί στην προβολή, το σκαρί ναινοερό
 Βάζει πλώρη στην αχλή, έχει πρύμνη στο νερό
Βάζει με το νου απονενοημένη πλέψη
 Δέσμευση αλλόκοτη δαιμονισμένη τέρψη
 Έχει βάλει το κορίτσι στόχο τη σελήνη
 Το τριακοστό αργύρι την ουράνια γαλήνη
Το φεγγάρι σκέφτεται θα 'ναι από μετάξι
 Η γιαγιά θυμήθηκε της το είχε τάξει
 Βαίνει στον ύπνο της κρυφά ζητά της να της πέμψει
 Από το βράχο Έρωντα και για τσι εμορφιές τση
 Από την πόλη τις κρυψές που βάζουνε δαντέλες
 Κοπέλες που ασπροφορούν και πέμπονται για γάμο
 Ώστε τα βράδια η νόνα της καθ' ο την ορμηνεύει
 Και πάει κι αυτή στη μάνα της όπου τηνε γυρεύει
 Το καράβι ναύλωσε ναύλα την ψυχή
 Δυο θ' απόκαμαν στο τέρμα ένας στην αρχή
Για να φτάσεις το φεγγάρι λεει στον πατέρα της
 Τη βαρκούλα να ναυλώσεις, είναι τετραπέρατη
 Έχει φίλους τους κουρσάρους με τα βροντερά τους γέλια
 Και τους Αποστόλους έχει με τα δώδεκα Βαγγέλια
 Λαμνοκόπους απ' τις πέντε τις γνωστές ηπείρους
 Κι απ' τις άγνωστες του λεει χρησμοδοτημένους κλήρους (...)

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #5

leaving-the-temple

— Photographer Theo Stamatiades.

(Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #5)

Απόψε έχουμε ψάρι.
 Βάλαμε στο τραπέζι το τελευταίο απόθεμα που το φυλάγαμε για το χειμώνα στη μισοφώτεινη αποθήκη, στεγνό κι αποσκινωμένο•
 το σκονισμένο ράφι έμειν' άδειο μ' ένα λαμπερό αποτύπωμα, που κι αυτό θα σκονιστεί και θ' αφομοιωθεί, ως ξεθωριάζει ο πόθος της ανάμνησης πάνω στις καφετιές εικόνες της νεότητος.
 Πάνω από το βαρύ μπουφέ μετέωρο σε ράφι με ωραία τάξη και σειρά είναι αποτεθειμένα πιάτα περίτεχνα, του καθενός αποθημένα και προσχήματα.
 Το ψάρι δεν είναι φρέσκο, όχι• μα στο τραπέζι μας η ολότητά του μοιάζει ιδανική κι απρόσβλητη• κι εμείς διστακτικοί να κόψουμε με το μαχαίρι σάρκα.
 (...)
 Πάψαν τα νεύματα και οι ματιές παγώσαν• οι κόρες διεστάλησαν στο ευθύ άπειρο,
 που συνδέει αντικριστές πλευρές οικογενειακού τραπεζιού.
 Τα είδωλα των συνδαιτυμόνων ξάκρισαν και οι λεπτομέρειες απορροφήθηκαν απ' το δωμάτιο• γίναν δικό του γνώρισμα μαζί με τις πτυχώσεις των τειχών, των σκευών, των κεριών...
 Αναμονή κι αναβλητικότητα δίχως επιβεβαίωση ή άλλο τι.
 Σιγή• απουσία ήχου και θανατηφόρα αποσυμπίεση.
 (...)
 Καθένας συνομολογούσε στην απραξία κι όταν ο πατέρας χωρίς προφανή λόγο ενστικτωδώς ανακάθισε, τρομάξαμε•
 μαζί κι αυτός, από την αναπάντεχα συντονισμένη, απειλητική (;) χορογραφία των λοιπών.
 Με την ατυχή, ανεπιθύμητη αφύπνιση τα χαρακτηριστικά μας ξεπρόβαλαν απότομα εστιασμένα και διακριτά και δεν ταίριαζε (θα προδιδόμασταν) αν συντονισμένα πέφταμε ξανά στο λήθαργο.(...)
 Απόψε έχουμε ψάρι• άχος είλει• απόψε κηδεύουμε τον Έκτορα.
 Τώρα είμαστε αναγκασμένοι να επικοινωνήσουμε...

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #4

IMG_1117 (Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #4)

Μάνα Γη μου έσκισες τα πόδια,
 τα πεδία σου μου μοιάζουν,
 ατελεύτητα
 Υιοί και θυγατέρες,
 παιδιά στα χέρια και στα μάτια της μανάδων τους, εργατικά χτισμένα με τη δικαιοσύνη που παρακατέθηκε,
 για καλό και για κακό δεσποτικά
 ερήμην ορκισμένα να υπηρετούν την ίδια νήνεμη βασανισμένη πίστη
 «Ευδοκίμως αποστρατευθείς» γράφει κάθε φορά η
 εύφημος μνεία

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #3

IMG_1165 (Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #3)

Βρήκα έναν έρωτα που αποκαλώ Χειμώνα
 Έχει κλώνους για στολίδια
 Και χειμερινά λουλούδια
 Παπαρούνα κι ανεμώνα 'σημοχιονισμένα φρύδια
 Και στα μαρμαρένια χείλη Ρίγη κρίνα 'κουμπισμένα
 Μάτια κόρες άγριο μέλι
 κι όλο μου αρέσει να τονε πειράζω
 Τούφες από τα μαλλιά του χιόνι του τινάζω και
 πατημασιές αφήνω (πάντα το προσέχει) στο
 λευκό δρομάκι, έγνοια που το έχει ...

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #2

IMG_0159 (Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #2)

Ομόρφυνες που στέκεις μπρος από
 το εκτυφλωτικό βλέμμα του άστρου σου•
 μετουσιώθηκες σε αγέραστη μητέρα• οι κόρες
 σου εγίναν χοηφόροι στα όψιμα πεδία του
 Χειμώνα και αμολάν τα δάκρυα του Φεγγαριού
 ως κάτου• οι γιοι σου περνούν τα βραχωμένα
 διαβατά γαργαλασταίνοντας μέσ’ απ' τις πέτρες
 με το βουβό τραγούδισμα, άτρωτοι παρά στη φτέρνα.
Στα μάτια σου χαράζει η ρομφαία της γάτας
 Το ξένιο ξέσπασμα θυμού που ελπιστική
 σπονδή οι περαστικοί απ' το ακρωτήρι σου έτσι
 ονόμασαν "Καλή Ελπίδα". Οι μέρες
 καλπάζουν με ρυθμό αφοπλιστικό.
Φορώ κι εγώ την ασπίδα που μου δάνεισαν κι
 ανεφέλωτος κινώ για το κατόπι σου με γεύση από
 σίδερο στα παιδικά μου χείλη. Δε γνώριζα πως κι
 άλλοι είχαν ζωστεί τον κλήρο μου με χέρια ρωμαλέα,
 πως στέκει ο Δαίμων κοντά στους αδυνάτους κι οι
 αδύναμοι κοντά στους δυνατούς μασώντας με
 αγωνία το σκοινί που όλους τους δένει
 απ' τη φτέρνα στο παρόν.

Αποσπάσματα από τα νέα ποιήματα #1

Ίνατος 2012 (Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #1)

Στην ερημιά του μεσοπέλαγου της πανσελήνου
η τιτάνια παλιρροϊκή ισχύς
γαλήνια είναι ήρεμη είναι
ασημοθώρητη, σε υποβρύχια ηφαίστεια ολιγωρεί
κι η απραξία της είναι παραπλανητική

είναι κρυμμένη μέσα σε παραπέτασμα θαλασσινό
έτος δε λογαριάζει χρόνο δε συλλογίζεται

σε βάθη απύθμενα εκεί οπού ίσκιος αρχιπελάγους πέφτει
βαρύς και δε βιούν φαντασμαγορικά κοράλια
και μόνο όντα αυτόφωτα βρίσκονται στα απύθμενα

Πλάι στα τσακίρικα νερά της Ινάτου
οι βασίλισσες σε σπήλαιο κάνουνε σπονδές
Ειλείθυια ονόμασαν τη δύναμη

που αποτείνονται ανώδυνος να ‘ναι ο τοκετός
της γέννας του νέου βασιλιά

Στη σπειροχαίτη του γαλαξία η πανσέληνος μετεωρεί
πλανάται στη μαύρη άβυσσο που κοσμογονεί
της Ανδρομέδας το σκοτεινό φιλί πάντοτε θα γευτεί
όμοια το μέσα μου παιδί έχει μαρμαρωθεί.

Έδωσα όπως κάθ’ εφέτος την ανυπόσχεση
που ξέρει το ανιστόρητο μου πείσμα
πως τα μαλλιά τα κριθαρένια πριν αν τα πάρει
το μαχαίρι θα μου ανταποδώσει κύμα
Ομοιάζει με του Σεπτεμβρίου του Αυγούστου
τούτου εδώ το φως και με την αίσθηση
του εμβρύου ζητάω το γιατί το πώς
Στα γένια πιάστηκε η αρμύρα
εικόνα πήρα μπρος απ’ τη δύση
στη θάλασσα επήγ’ η μέρα
και στα βουνά οι παραδείσοι.

Πάνω από 10 χρόνια τώρα, συγκεκριμένα όταν υπηρετούσα στο Ηράκλειο, είχα σκαρώσει μια μελοποίηση σε ένα απόσπασμα από το Μικρό Ναυτίλο – Ο.Ε. που έτυχε να έχω μαζί μου τότε (“Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου τα ονόματα της Παναγιάς και θα δεις, να ξεπετιέται το βουνό κλπ”). Αυτό το ηχογράφησα και το 2006 ζήτησα από την Ι.Η. την άδεια να το δημοσιεύσω μαζί με την υπόλοιπη εργασία μου, αλλά δεν έλαβα την άδεια. Δεν στεναχωρήθηκα, όμως η “Προδομένη Μελοποίηση” ερχόταν ξανά και ξανά στον ύπνο μου ζητώντας νέο Λόγο. Γι’ αυτό κι εγώ της τον έδωσα.