Χειρόγραφο, σπουδή σε ποίημα α΄
Σπουδή σε ποίημα α΄.
Antonios scribt a manu .
Χειρογραφώ την σπουδή μου στο ποίημα the Crystal Ship του Jim Morrison. (Τραγουδιέται με την μουσική του τραγουδιού).
(for Greeks only, sorry… it would be ridiculous to translate this back to English) Antonios scribt a manu an adaptation in Greek for the poem the Crystal Ship by Jim Morrison.
Θ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα
Οι βασιλείς που επλάγχθησαν σε μήκη και σε πλάτη, του Πρίαμου τον οδυρμό της θάλασσας τ’ αλάτι βρήκαν σε ξέστρατο γυμνό και πέλαγο παλάτι. Θέλγητρα αναλλοίωτα ησσόνων θεατρίδων τέκνων του κρείσσονος θεού δια βίου παλλακίδων τυχόν θεάρεστων θυτών ανάκτων πεπονθόντων πάθη αδήριτα. Η θάλασσα καμώνεται πως νοιάζεται σαν μπαίνει Άνοιξη. Κάτω απ’ τα απόκρημνα υψίπεδα αιώνων ποντίων τε κυμάτων ανήριθμον γέλασμα αντιποιείται ημέρες γαλανές με προσμονή γαλήνια να γευτεί χθονίων κορμών το λάδι . Εφήμερο μύρο του αγιατρεύτου δέρατος. Αν έχει μνήμη ο ωκεανός θα ερωτηθεί ο ναυτικός. Γιομάτα της θάλασσας με του θεού το δόρυ στήθη κι αναπαμός έχει γενεί ο μυστικός βυθός και ξέγνοιαστα αποτέθηκαν εκεί τα τέκνα της παγκαίας. Με καρφωμένο βλέμμα κάτοπτρο δίχως τη μνήμη που υποτακτικά απόλλυται είτ’ από πλάνη κι άλλοτε με φοβέρα. Απόηχος πλανάται απ’ το σκαλί του γλάρου κι από το στόμα της μανάδων ευχή κρεμάται, λες και κατάρα: Καλό Ταξίδι. Κάτι σκέπτεται το πέλαγο κι είναι ο νους του στο φευγιό. Ο άρτι αφιχθείς βραχυπρόθεσμος επισκέπτης. Δεν το μολογά μα δεν κρατεί και πρόσχημα, άγρυπνα στην κουπαστή του εξώστη με ανάσα ορατή μέσ’ στην άχλη. |
Γεύεται με το σίδερο της αναχώρησης και λαχταρά η καρδία του.
Ακροτελεύτια κύματα, αφρόκομα συνθήματα, στις χρησμοφόρες τις ακτές που αντηχούνε προσευχές παρήλθε νύχτα μαζί και τα φιλιά που αντηλλάγησαν. Ηώς πιασμένη με τελευταίον άστρο κι ανεβαίνει. Αργέστης οργώνει πέλαγον. Σαλπίσματα ηχούν οι Τροίες της αντίπερα. Βρέφη μασούν θηλές μανάδων με βλέμμα πιασμένο από τα τείχη και πέρα Υπερίονος πνο’ ίστια διακορεύει. Μαύρα πανιά πιαστήκαν στο λιμάνι, σκέψεις σφιχτές βυθίστηκαν του νου. Το πέλαυγο που ήξευρα ανεγάλη. Τη θάλασσά μου θα γευτώ στην ανοικτή αναγκάλη. Μούσα και βρίσκεσαι εδώ λέξη στα χείλη μου κρατώ και περιμένω το φιλί κελαριστό νερό. Κρασί στόμ’ από στόμα. Μέσα σε όστρακο βουβά τρυπώνει κόκκος άμμου και τρέφεται κι εκτρέφεται από τη νέα μάνα. Πάνω στη γλώσσα πιπιλά θαλασσινό γογγύλι. Με ρεύματα μεσημβρινά, μ’ απάτητα κατάκρυμνα το γνέθει με χρυσάνθεμα νερά αλαβάστρινα. Γοργόνες αγρυπνοφυλούν λιγνόφρυδο στολίδι και ποντοπόροι πειρατές, του Ποσειδώνα διάκονοι το τριπλολαχταρούν. Συ στα χείλ’ έχεις σταφύλι το θαλασσινό γαρμπύλι. Στο ρουθούνισμα του ταύρου αφανίζονται οι Μήλειοι. Ορκισμένοι έποικοι κι αλαργινοί κουρσάροι, ποιος θα ρίξει ποιος θα πάρει το γλαυκό μαργαριτάρι. |
Η Τομή Ανήριθμον Γέλασμα
Πλημμύρα πνίγει τη φωτιά τον άνθρακα με βιαστικούς κυκλώνες καταρράκτες στα έγκατα εναποθετεί να γίνει μαύρο κούτσουρο να βγει στεγνό διαμάντι να το ξεθάβουν καλογριές να το δοξολογούνε να το ζητούνε αετοί σ’ απατηλά ποτάμια ερίφια να ποτίζονται και τα κατασπαράσσουν. Ύδωρ πνίγει τη φωτιά, φλόγα εξοντώνει το νερό, η άκρη πορφυρού νήματος γνέφει ασάλευτη, χιτών αγγέλου φθείρεται στη γη. Βαδίζει ευθύγραμμα καθώς ριγούν οι σίδηροι λίθοι και περιστρέφονται σε σκότη αόριστα, το χέρι της παλάμης του επιβλητικά σαρώνει μεσοϋψίς το επίπεδο και προκαλεί υπέρταση σκότιση ανυπόφορο πάθος κι έπειτα με έρωτα ασυγκράτητα τους καταπίνει η Άτροπος ανασαίνοντας όλο το οξυγόνο. Κέρας δονείτ’ εκστατικό και άφωνο. Τα ένστικτα θεριεύουν, χωρίζουν τις καρδιά κι άθελα μας γινήκαμ’ άνθρωπος. Στέκουμε έναντι αλλήλων καθρέπτης εκατέρωθεν κοιτούμε την ψυχή μας και τι ν’ άραγε βλέπουμε. Έρεβος χνώτων βομβών και κρότος. Άλογα μ’ ατσαλινά σαγόνια αναμασούνε το κριθάρι της αβύσσου τα θ ν τα, τα β ρ τ, τα πνεύματα και τα φωνήεντα που απομένουν αναντηχούν στα υψίπεδα ερώτηση κι ερώτηση η ο ω ο ζει τάχα ο βασιλιάς, αν τάχα ο βασιλιάς. Ρουθούνια αγωνιούνε ρόγχους με μουτζούρες πετρελαίου και κηλίδες σκόνη αρματωμένα. |
Χαλκάδες μ’ εξουθενωμένη λύσσα οργή απάνω τους και δόντια τριμμένα με το μέταλλο αφτιά παρμένα στις μεριές.
Βλέμματα που συντήγονται και γίνονται ήλιοι κόλαση με κόρες του χαμού πυρί στεφανωμένες και τότε καταδύεται Ηώς στον Άδη με πανσέληνο καυτή στεφάνη. Κοίτα μπροστά! … προστάζει η κάνη. Κοιτάζω πίσω. Ποδοπατημένους καρπούς έχουν ειρηνικά τα πεζοδρόμια. Λάχεση βαλμένη στις όψεις του νομίσματος, κορώνα κίβδηλη εξ αίματος, πεζά τα γράμματα με τα θνητά βροτών ονόματα. Οι κουβαλητές των πεδίων εγκαταλείπουν στη γη κανενός το βάρος των ονείρων τους και κλείουν στο θάμπος απ’ τα μάτια τους την έγνοια των παιδιών και των συζύγων τους. Ήλθε καημός να βγεις εις την αντικρινή πλευρά της γης, που φέτος άρχεται ο πόνος και σπάζεται η ράχη της ψυχής. Πέρυσι με διαφορά μεσημβρινών σχολειό αποκατέστηνες σε πεδιάδα άγονη, υιών και θυγατέρων ορφανών αλλότριων πολεμιστών. Έχεις εγκαταλειφθεί, πούδε σε λόγος να εκβάλει, γω σε κοιτώ κι έχεις μου γερμένο το κεφάλι, στόμα καλώ μιλιά δεν λάλει, δάκρυα χέω σώμα πλένω, πλέω στον αφρό στον ήλιο μένω, φέρω νερό αχτιδοβόλο, αίμα αμπέλου από το κελάρι, δόξασα γη να γίνεις γίνε βλέμμα στο βλέμμα σου δεν είναι. Εγώ κοιμούμαι ξένο μάτι, μέσα του αναλαμπή σφαδάζει και σύ γλυκό στο κάτου χώμα, άμυαλο βόλι και προσκεφάλι, αίμα σου μέσα μου έχω ακόμα. Πήρε πουλί ο κυνηγός, γεράκι πήρε τ’ άλλο κι απόμεινε μοναχογιός να πολεμά το δίχως βιος. Άλλος έζησε, άλλος εψεύσθη, άλλος εχάθη, άλλος διεψεύσθη. Χαθήκαμε αδελφέ! Που να ψάξω βρω σε. Δεν βουβαίνεται πόνος καρδιά. Κάλλιο να γεννηθεί μην είχαμε. |
Ζ Τομή Ανήριθμον Γελασμα
Εις μνήμην Πορφύρα Ήτανε τόσος ο χαμός και πάφτωχη απαντοσύνη, οι Αθηναίοι ‘ξασθενημένοι με τα εφήμερα έντομα και μιαν παράταιρη βιασύνη συχνά επρόδιδαν το φως. Άλλα κορίτσια και άλλα αγόρια και τα περίχλωμά τους νιάτα δεν αντιστάθηκαν σθεντόρεια δεν επαρέμειναν δροσάτα δεν εσεργιάνισαν καπρίτσια πλάι σε καντήλι σβήσαν σβήσαν και τα θλιμέν’ άδολα μάτια. Όρκους οι μάνες όρκους δίναν κι οι πατεράδες στα κομμάτια. Στο λόφο μένουν οι πτωχοί και οι εμπόροι στη λεκάνη κάποια καλή γριά βροχή αρκεί τα γίβεντα απ’ το παραχώρι να κουβαλήσει ωστήν αυλή να τα παντρέψει με το ζόρι με το βραχνό το ριζικό άλλοτε σ’ έπαιρναν σουλτάνοι λόγο το λόγο την κουβέντα με τα κοπάδια των Αυγείω κάθε που φύτρωνε στο βράχο αρισμαρί θυμάρι μέντα μέσα στη λάσπη τ’ αργυρό στεφάνι του ονειροκρίτη το κελαρύζει το νερό το ζευγαρίζει τ’ όνειρο αγάλι δρέπουν τ’ ορφανοί Ζέφυρος το λιχνίζει. Στο χώμα στύφτηκε το κλέος με τ’ άνθη απ’ τις μαραμένες κλίνες μάλλον συχνά παρά πως όχι πίπτει ακούσια σαν πτώμα βαστά σφιχτά ‘πολιθωμένη πυγμή απόκομμα μαντήλι με τ’ αρχικά της κεντημένα |
άλφ’ αρετή ανδρειωμένη άλφ’ Αλεξάνδρει’ απολύει άλφ’ ανυπόταχτος ακόμη άλφ’ αγαθή απάτη Άρνη.
Βουβάθηκαν οι κάνες των δε σπαθιών οι λόγχες σωπαίνουν στα θηκάρια αλλοτινή στη μάχη δόξα οι κόψες τους κομίσαν σ’ αντρειωμένες χείρες από τα παλληκάρια μα κείνα δα τα έπη γινήκαν παραμύθι στα σχολικά τραγούδια και γερασμένα έτη να δουν τι δεν επρόλαβον, επιτηδείως έπεσαν στην πένα δικολάβων. Μάρμαρο έκλαμπρο κότινος άγιας Παλλάδος άγημα ίκτερος ήλιος παύση τιμήματα γλώσσα κουβάρι δημόδοκος χρύσ’ ανομήματα γόνατο άθροιση πύλη λαμπαδηδρομία κάτι στεγνά στραγγιγμένα χάλκιν’ ασάλευτα νέφη στα μελανά μουδιασμένα ξύλιν’ απόμαχα βάθη κάτι μια μάνα επίμονα στα ανυπόδητα γνέφει τα ανυπάκουα με τα γυμνά αχαμνά πιτσιρίκια. Κάθε ανδρόγυνο πάει το δείλι πλαγιάζει, οι εραστές που δεν εύρισκαν άδολη άνοιξη ατόφια, σύντομα ερήμωσαν άφωτοι χωματοδρόμοι την γειτονιά ανακτούν τότε άγονοι σκύλοι όλη τη νύχτα μυρίζουν μυρίζει τ’ αγιάζι μέσα στις κάμαρες ύπνοι βαρείς και ακόμη μια θεά στη γωνιά κρητικιά ανασαίνει φως απ’ το φως της θαρρείς και την μέρα που δήλοι. Τη νύχτα το μικρό φεγγάρι δεν φωτίζει, έχει στραμμένη τη ματιά του κάπ’ αλλού κάποια κοσμογονία συγυρίζει στα βύθη αδιόρατου γιαλού. Αργοχαράζει η αυγή στη μακρινή αντιδύση το βλέμμα στρέφομε κι εμείς στο νέο ηλιοφώς και ναυτικοί και στεριανοί και όσοι κάθε μέρα για άδηλο τι κι αδόκητο έχομε πολεμήσει. |
F Τομή Ανήριθμον Γέλασμα
Διάσκορπα στο υπέδαφος νομίσματα του Αχέρωντος κυρίευσεν η δόνησις κι αίφνης παλμός συναίσθησης διέγνωσεν το διάκενο. Βήμα τοις παρ’ Άδει έδωξεν. Οι τεθνηκώτες πρόσκαιρα συντονισμένοι ύστερα πάλι χαοτικά παρευρισκόμενοι αφηρημένοι με ίσκιο αλλοπρόσαλλα σφαδάζοντα στη θέση που τους άφηκεν θεός υψώναν με υπάκουη βουλή κέρινα σημαδεμένα χέρια. Ευκάλυπτος κι ευωδιά υπόρινης σταφύλης καταδράμη κι από ψηλά ως καταδίκη ακούσθη ο πρώτος όρκος πέτρινος και μες’ από στεγνά πηγάδια αντήχησε. Όμνυμι φίλο ν’ αρνηθώ, να ασπασθώ τον άγνωστο, κελεύομαι να πω με ποιους θα πάς και ποιον θ’ αφήσω. Φίλοι σας ξορκίζω και τώρα τάσσομαι με αντρειωμένο χωριστό παράδεισο. Προσεκτικά εκπέμπονται μέσα απ’ τα δόντια συλλαβιστά μα κόβονται και σχίζονται διερχόμενα πικράλμυρα τα λόγια. Αποτάσσομαι το αργόσχολο ξημέρωμα της εύφορης εφηβικής νυκτός. |
Νέκταρ κοινό που όλβιοι υποδόρια μεταλάβαμε σ’ αμπέλι ακαδημίας κάποια Δευτέρα ανέσπερη χέω σπονδή κάτω απ’ τα νύχια για το σκυλί που θα φυλά την ξένη πύλη και θα δεχθεί με να εισέλθω.
Έφθασε πάλι εκείν’ η ώρα. Μνήματ’ άδειαξε μανά και επιτύμβια τα κάλυψεν με άλγη. Ήρως, αγνοείται ήρως. Τούτο το ποίημα γράφει για την εκούσια αποπομπή ιστορικής επίγνωσης. Μον’ κρύβω φωτογραφίες των πρόγονων που ‘ν’ διάβολος. Σε δίκη λαϊκή δικάζεται η Τριάς και στ’ όνειρο μου βρέχει. Θάνατος πρώτα για τους λόγιους αυτούς τους κόρακες που ζουν διακόσια χρόνια, κάρβουνο από το κορμί αρχαίων δέντρων, δαιμονισμένοι με την οσμή ξεθεωμένης αγιαστούρας ερμαφρόδιτοι κυνόδοντες Μήτε σερνικοί και μήτε θήλεις άτεκνοι μύστες αρχέτυποι μετέωροι και κοινωνούν στα όρη πάντερμα το κρυπτογραφημένο μύρο ετών μυρίων Σε κόρφο βραχλερό μεταλαβαίνουν τη μέρα μέρα και δεν τους πιάνει μάτι, θα πει πως δεν τους λογαριάζει ο κλήρος. Δεν είναι αιρετοί μα υποσχετικά χρισμένοι στο εωσφόρο αντίκρισμα κόρακες το ξέρουν δαύτοι με την ωλένη εξαρθρωμένη εισαγγελείς αποκόσμου παρακαλέσματος. Ασπάζομαι Θρόνο και σπάζω το ρόδι που έθρεψε μέσ’ τα πετρέλαια να γίνω καγώνας άναξ Μίδας. Ο δισταγμός μου καταδίκη. |
Ε Τομή Ανήριθμον Γέλασμα
Από τα έπη των παγετώνων στις προφητείες του απροσμάχητου συχνοϊσχοϊχνογραφώ την αμετροεπή υστεροφημία. Με κιμωλία ‘ναγράφω στρογγυλεμένα τα ονόματα μνημεία των εναρέτων. Οχυρωμένες και μεσίστιες σημαίες απ’ τον καιρό μαστίζονται. Με βρήκαν στις παγάνες και μου λέγαν τώρα μ’ ένα βόλι έρωτα θα Βρήκα έναν έρωτα που αποκαλώ Χειμώνα έχει κλώνους για στολίδια και χειμερινά λουλούδια παπαρούνα κι ανεμώνα ‘σημοχιονισμένα φρύδια και στα μαρμαρένια χείλη ρίγη κρίνα ‘κουμπισμένα μάτια κόρες άγριο μέλι. Όλο μου αρέσει και τόνε πειράζω τούφες από τα μαλλιά του χιόνι του τινάζω και πατημασιές αφήνω πάντα το προσέχει στο λευκό δρομάκι, έγνοια που το έχει. Εν ταις μάχαις έξεστιν τοις εσχάτοις αγαθούς έσεσθαι. Κάλυξ της καλογραίας νέας για το τακτό καθήκον της παρένθετης ου μνησθήσεται μητρός του δε πατρός το όνομα θα παραλάβει θάλασσα, να το ξεβγάλει κύμα, στο κορεσμένο κλειστό διάνυσμα μεταξύ των δύο σταθερών προ αναφερόμενων σημείων σύλληψης και απόλυσης. |
Ο απελάτης από την Σίκινο τις ώρες του διωγμού αναβίωνε.
Θα ‘χομε τότες επιστρέψει στο σκοτάδι που προήλθαμε και λημερίζαμε προτού να συμπτωματικά συναντηθήκαμε υπό φωτός περιοδεύοντος φανού και υπνωτισμένοι περιπολήσαμε μεσ’ τις αποκριές του δωρικού μας συσχετισμού μη εύροντες άλλο τι παρά θυμάρια βότανα και πέτρα αχαΐρευτα ορεινά κι εσωστρεφείς αμμούδες και να, ξανά κλωθήκαμε χαθήκαμε. Πλείονες πληρώνουμε μια θητεία κάτεργα και τέλος πιστεύουμε. Βολβοί πρόσω στυλωμένοι σίδηροι κόρες διαμέτρου ορθάνοικτες, δέσμες βλεμμάτων αντιπαράλληλα Μάνα Γη μου έσκισες τα πόδια, τα πεδία σου μου μοιάζουν. Ένα πολύ προσωπικό αγγέλου πόθος εκμυστηρεύθηκε αργά μια προσευχή υπόσχεση παράβαση και Μόλις αδειάζει το φεγγάρι εξανδραποδίζομαι και μετανοώ στον αιώνα τον άπαντα. Ευδοκίμως αποστρατευθείς γράφει κάθε φορά η εύφημος μνεία. Οι αλυκές ταιριάζουν στους χειμώνες στα βράχια τους μετέωρα ‘νασαίνουνε στα βραγχειά τους θαύματα μετεωρούν άγρυπνα κύματα αναθήματα Ερμιόνες. Ένα ακούμπησα στο χιόνι αλμυρόχρωμο κοχύλι, τις πτυχές του ξεδιπλώνει αγάλι, και μια |
Δ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα
Δέλτα Ένα λουλούδι αψήφιστα το δίχως Αντίκλητος εναντηχούντων Ήρθ’ απόψε στ’ όνειρό μου βρέφος Έδωκά του το βυζί μου το κουτάβι Άλλου τόπος ήλιος φθάσει με το Κι άλλοι ζώστηκαν τον κλήρο τους Παιδιά στα μάτια της μανάδων. Απείθαρχοι κι ανάμεσα παράγωνοι Μετ’ εμμήνου γαρ ορμήσομεν Τρελός και αρματώθηκα και λέγω: Φορώ και την ασπίδα που |
Βάλθηκα έτσι έρμος να βαδίζω στην έρημο. Πρότερα ήταν θάλασσα. Τσαλαβουτώ να πέλματα. Άλμο τινάζοντας το βήμα βήμα. Πυρόξανθη καυτή για φταίξιμο Παρά στο άρμα του θεού στη ρόδα Βροχή αλάτι ρίπτεται. Με την Χείλη λαχτάρα ταγμένα γεύονται Αέρας με διαόλιζε. Ο Λεβάντες της Άμμου πίσω μου Ο αλεξίνεφος εργάτης και το Μάζεψα κουράγιο κι εναντιώθηκα Ακόμη λες πως κυνηγάω πεταλούδες. -Συ πώς απ’ εδώ; Αλεξίνεφος (αδοκ.), που διώχνει τα σύννεφα |
Γ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα
Γάμα Ομόρφυνες να στέκεις μπρος Κοινώνησες με σπειροειδή Γελάς αδιόρατα προς το Στην τέφρα του αρχαίου Το χέρι σου αναπαλάμη. Οι κόρες σου εγίναν χοηφόροι Οι στέρεοι υγροποιούνται πόθοι. Ένα φιλί αλλήλοις οι Πλειάδες |
Μυσταγωγημένη δάφνηνες αναθυμιάσεις ράθυμες, ο λόγος σου ευάγγελος και πρόσφορος. Κάλεσμα της ημέρας και λέγει: Δέσε στο χέρι το καλοκαίρι Ώστε με το εργόχειρο που Ιεροφάντεις είλωτες του Λύσοιο μήνιν Λοξία μουσαγέτη Στους κάλυκες για να φυλούν Κτερίσματα για τα αιώνια κελιά Γιατί στη ζωγραφιά όλα πρέπει Γαργαλασταίνω (αυτοσχ.), περνώ σβέλτα από δύσβατο μονοπάτι όπως το νερό στο ρέμα |
Β Τομή Ανήριθμον Γέλασμα
Βήτα Επεί ο Πλάστης για κάθε Χειρομάντεις σκέπτονται. Ένας βαπτίζεται από Συντέμνεται η γραμμή ζωής Κρατήρες απροσμάχητοι Αντίμαχος καμίας Χίμαιρας Αγώγιμος είναι τρομερός με Ρομφαία χαράζει εφτάψυχη Περαστικοί που τ’ ακρωτήρι |
¡Άηντε! Φωνάζει και εννοεί με ή(τ)τα γιατί καλεί τον Άγιο ν’ ανεβεί με βουητό αδαμάντιο, ένα παιδί με δόρυ αυταπάρνηση και τ’ άλλο χέρι ενάντιο, δαιμόνι αδάμαστο ταγμένο στα κέρινα στίφη του Καιρού. Ουρανός νε στέκεται στο Λέοντα Φήμη πλανάται και εισδύει Ηρακλήδες αποκαλέστηκαν Κι έπειτα κεί το χώμα /Χρόνος ανακυκλώνεται Διάβολος στέκει στους |