Χειρόγραφο, σπουδή σε ποίημα α΄

Σπουδή σε ποίημα α΄.
Antonios scribt a manu .
Χειρογραφώ την σπουδή μου στο ποίημα the Crystal Ship του Jim Morrison. (Τραγουδιέται με την μουσική του τραγουδιού).

(for Greeks only, sorry… it would be ridiculous to translate this back to English) Antonios scribt a manu an adaptation in Greek for the poem the Crystal Ship by Jim Morrison.

Θ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Θήτα
 

Οι βασιλείς που επλάγχθησαν σε μήκη και σε πλάτη, του Πρίαμου τον οδυρμό της θάλασσας τ’ αλάτι βρήκαν σε ξέστρατο γυμνό και πέλαγο παλάτι.

Θέλγητρα αναλλοίωτα ησσόνων θεατρίδων τέκνων του κρείσσονος θεού δια βίου παλλακίδων τυχόν θεάρεστων θυτών ανάκτων πεπονθόντων πάθη αδήριτα.

Η θάλασσα καμώνεται πως νοιάζεται σαν μπαίνει Άνοιξη.

Κάτω απ’ τα απόκρημνα υψίπεδα αιώνων ποντίων τε κυμάτων ανήριθμον γέλασμα αντιποιείται ημέρες γαλανές με προσμονή γαλήνια να γευτεί χθονίων κορμών το λάδι .

Εφήμερο μύρο του αγιατρεύτου δέρατος.

Αν έχει μνήμη ο ωκεανός θα ερωτηθεί ο ναυτικός.

Γιομάτα της θάλασσας με του θεού το δόρυ στήθη κι αναπαμός έχει γενεί ο μυστικός βυθός και ξέγνοιαστα αποτέθηκαν εκεί τα τέκνα της παγκαίας.

Με καρφωμένο βλέμμα κάτοπτρο δίχως τη μνήμη που υποτακτικά απόλλυται είτ’ από πλάνη κι άλλοτε με φοβέρα.

Απόηχος πλανάται απ’ το σκαλί του γλάρου κι από το στόμα της μανάδων ευχή κρεμάται, λες και κατάρα: Καλό Ταξίδι.

Κάτι σκέπτεται το πέλαγο κι είναι ο νους του στο φευγιό. Ο άρτι αφιχθείς βραχυπρόθεσμος επισκέπτης.

Δεν το μολογά μα δεν κρατεί και πρόσχημα, άγρυπνα στην κουπαστή του εξώστη με ανάσα ορατή μέσ’ στην άχλη.

Γεύεται με το σίδερο της αναχώρησης και λαχταρά η καρδία του.

Ακροτελεύτια κύματα, αφρόκομα συνθήματα, στις χρησμοφόρες τις ακτές που αντηχούνε προσευχές παρήλθε νύχτα μαζί και τα φιλιά που αντηλλάγησαν.

Ηώς πιασμένη με τελευταίον άστρο κι ανεβαίνει.

Αργέστης οργώνει πέλαγον.

Σαλπίσματα ηχούν οι Τροίες της αντίπερα.

Βρέφη μασούν θηλές μανάδων με βλέμμα πιασμένο από τα τείχη και πέρα Υπερίονος πνο’ ίστια διακορεύει.

Μαύρα πανιά πιαστήκαν στο λιμάνι, σκέψεις σφιχτές βυθίστηκαν του νου.

Το πέλαυγο που ήξευρα ανεγάλη.

Τη θάλασσά μου θα γευτώ στην ανοικτή αναγκάλη.

Μούσα και βρίσκεσαι εδώ λέξη στα χείλη μου κρατώ και περιμένω το φιλί κελαριστό νερό. Κρασί στόμ’ από στόμα.

Μέσα σε όστρακο βουβά τρυπώνει κόκκος άμμου και τρέφεται κι εκτρέφεται από τη νέα μάνα.

Πάνω στη γλώσσα πιπιλά θαλασσινό γογγύλι.

Με ρεύματα μεσημβρινά, μ’ απάτητα κατάκρυμνα το γνέθει με χρυσάνθεμα νερά αλαβάστρινα.

Γοργόνες αγρυπνοφυλούν λιγνόφρυδο στολίδι και ποντοπόροι πειρατές, του Ποσειδώνα διάκονοι το τριπλολαχταρούν.

Συ στα χείλ’ έχεις σταφύλι το θαλασσινό γαρμπύλι.

Στο ρουθούνισμα του ταύρου αφανίζονται οι Μήλειοι.

Ορκισμένοι έποικοι κι αλαργινοί κουρσάροι, ποιος θα ρίξει ποιος θα πάρει το γλαυκό μαργαριτάρι.

Η Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Ήτα
 
Λάβρα εξοντώνει το νερό συλλαβιστά κι αθόρυβα παίρνει βαθιές ανάσες αλλοπαρμένων υδρατμών στον καθαρό αιθέρα μετέωρα να αποικισθεί με τα ουράνια σμήνη να τα κεντά ο κεραυνός να τα βαφτίζει βρόντος και ύστερα μ’ επίγεια παράκληση να σπεύδει γοργά να παριστάνεται βροχή να κατεβαίνει.

Πλημμύρα πνίγει τη φωτιά τον άνθρακα με βιαστικούς κυκλώνες καταρράκτες στα έγκατα εναποθετεί να γίνει μαύρο κούτσουρο να βγει στεγνό διαμάντι να το ξεθάβουν καλογριές να το δοξολογούνε να το ζητούνε αετοί σ’ απατηλά ποτάμια ερίφια να ποτίζονται και τα κατασπαράσσουν.

Ύδωρ πνίγει τη φωτιά, φλόγα εξοντώνει το νερό, η άκρη πορφυρού νήματος γνέφει ασάλευτη, χιτών αγγέλου φθείρεται στη γη.

Βαδίζει ευθύγραμμα καθώς ριγούν οι σίδηροι λίθοι και περιστρέφονται σε σκότη αόριστα, το χέρι της παλάμης του επιβλητικά σαρώνει μεσοϋψίς το επίπεδο και προκαλεί υπέρταση σκότιση ανυπόφορο πάθος κι έπειτα με έρωτα ασυγκράτητα τους καταπίνει η Άτροπος ανασαίνοντας όλο το οξυγόνο.

Κέρας δονείτ’ εκστατικό και άφωνο.

Τα ένστικτα θεριεύουν, χωρίζουν τις καρδιά κι άθελα μας γινήκαμ’ άνθρωπος. Στέκουμε έναντι αλλήλων καθρέπτης εκατέρωθεν κοιτούμε την ψυχή μας και τι ν’ άραγε βλέπουμε.

Έρεβος χνώτων βομβών και κρότος.

Άλογα μ’ ατσαλινά σαγόνια αναμασούνε το κριθάρι της αβύσσου τα θ ν τα, τα β ρ τ, τα πνεύματα και τα φωνήεντα που απομένουν αναντηχούν στα υψίπεδα ερώτηση κι ερώτηση η ο ω ο ζει τάχα ο βασιλιάς, αν τάχα ο βασιλιάς.

Ρουθούνια αγωνιούνε ρόγχους με μουτζούρες πετρελαίου και κηλίδες σκόνη αρματωμένα.

Χαλκάδες μ’ εξουθενωμένη λύσσα οργή απάνω τους και δόντια τριμμένα με το μέταλλο αφτιά παρμένα στις μεριές.

Βλέμματα που συντήγονται και γίνονται ήλιοι κόλαση με κόρες του χαμού πυρί στεφανωμένες και τότε

καταδύεται Ηώς στον Άδη με πανσέληνο καυτή στεφάνη.

Κοίτα μπροστά! … προστάζει η κάνη. Κοιτάζω πίσω. Ποδοπατημένους καρπούς έχουν ειρηνικά τα πεζοδρόμια.

Λάχεση βαλμένη στις όψεις του νομίσματος, κορώνα κίβδηλη εξ αίματος, πεζά τα γράμματα με τα θνητά βροτών ονόματα.

Οι κουβαλητές των πεδίων εγκαταλείπουν στη γη κανενός το βάρος των ονείρων τους και κλείουν στο θάμπος απ’ τα μάτια τους την έγνοια των παιδιών και των συζύγων τους.

Ήλθε καημός να βγεις εις την αντικρινή πλευρά της γης, που φέτος άρχεται ο πόνος και σπάζεται η ράχη της ψυχής.

Πέρυσι με διαφορά μεσημβρινών σχολειό αποκατέστηνες σε πεδιάδα άγονη, υιών και θυγατέρων ορφανών αλλότριων πολεμιστών.

Έχεις εγκαταλειφθεί, πούδε σε λόγος να εκβάλει, γω σε κοιτώ κι έχεις μου γερμένο το κεφάλι, στόμα καλώ μιλιά δεν λάλει, δάκρυα χέω σώμα πλένω, πλέω στον αφρό στον ήλιο μένω, φέρω νερό αχτιδοβόλο, αίμα αμπέλου από το κελάρι, δόξασα γη να γίνεις γίνε βλέμμα στο βλέμμα σου δεν είναι.

Εγώ κοιμούμαι ξένο μάτι, μέσα του αναλαμπή σφαδάζει και σύ γλυκό στο κάτου χώμα, άμυαλο βόλι και προσκεφάλι, αίμα σου μέσα μου έχω ακόμα.

Πήρε πουλί ο κυνηγός, γεράκι πήρε τ’ άλλο κι απόμεινε μοναχογιός να πολεμά το δίχως βιος.

Άλλος έζησε, άλλος εψεύσθη, άλλος εχάθη, άλλος διεψεύσθη.

Χαθήκαμε αδελφέ! Που να ψάξω βρω σε. Δεν βουβαίνεται πόνος καρδιά. Κάλλιο να γεννηθεί μην είχαμε.

Ζ Τομή Ανήριθμον Γελασμα

 
 
 
 
Ζήτα
 
Δίπλα ο παρακείμενος, μπροστά ο παρατατικός αόριστος και πίσω ο μέλλων συντελεσμένος. Ο ενεστώς στις μέρες μας δεν ευρισκόταν στο παρόν, μάλλον κοντά σε κάποιον από τους άλλους χρόνους βρίσκεται.

Εις μνήμην Πορφύρα

Ήτανε τόσος ο χαμός και πάφτωχη απαντοσύνη, οι Αθηναίοι ‘ξασθενημένοι με τα εφήμερα έντομα και μιαν παράταιρη βιασύνη συχνά επρόδιδαν το φως.

Άλλα κορίτσια και άλλα αγόρια και τα περίχλωμά τους νιάτα δεν αντιστάθηκαν σθεντόρεια δεν επαρέμειναν δροσάτα δεν εσεργιάνισαν καπρίτσια

πλάι σε καντήλι σβήσαν σβήσαν και τα θλιμέν’ άδολα μάτια. Όρκους οι μάνες όρκους δίναν κι οι πατεράδες στα κομμάτια.

Στο λόφο μένουν οι πτωχοί και οι εμπόροι στη λεκάνη κάποια καλή γριά βροχή αρκεί τα γίβεντα απ’ το παραχώρι να κουβαλήσει ωστήν αυλή να τα παντρέψει με το ζόρι με το βραχνό το ριζικό άλλοτε σ’ έπαιρναν σουλτάνοι

λόγο το λόγο την κουβέντα με τα κοπάδια των Αυγείω κάθε που φύτρωνε στο βράχο αρισμαρί θυμάρι μέντα μέσα στη λάσπη

τ’ αργυρό στεφάνι του ονειροκρίτη το κελαρύζει το νερό το ζευγαρίζει τ’ όνειρο αγάλι δρέπουν τ’ ορφανοί Ζέφυρος το λιχνίζει.

Στο χώμα στύφτηκε το κλέος με τ’ άνθη απ’ τις μαραμένες κλίνες μάλλον συχνά παρά πως όχι πίπτει ακούσια σαν πτώμα

βαστά σφιχτά ‘πολιθωμένη πυγμή απόκομμα μαντήλι με τ’ αρχικά της κεντημένα

άλφ’ αρετή ανδρειωμένη άλφ’ Αλεξάνδρει’ απολύει άλφ’ ανυπόταχτος ακόμη άλφ’ αγαθή απάτη Άρνη.

Βουβάθηκαν οι κάνες των δε σπαθιών οι λόγχες σωπαίνουν στα θηκάρια αλλοτινή στη μάχη δόξα οι κόψες τους κομίσαν σ’ αντρειωμένες χείρες από τα παλληκάρια μα

κείνα δα τα έπη γινήκαν παραμύθι στα σχολικά τραγούδια και γερασμένα έτη να δουν τι δεν επρόλαβον, επιτηδείως έπεσαν στην πένα δικολάβων.

Μάρμαρο έκλαμπρο κότινος άγιας Παλλάδος άγημα ίκτερος ήλιος παύση τιμήματα γλώσσα κουβάρι δημόδοκος χρύσ’ ανομήματα γόνατο άθροιση πύλη λαμπαδηδρομία

κάτι στεγνά στραγγιγμένα χάλκιν’ ασάλευτα νέφη στα μελανά μουδιασμένα ξύλιν’ απόμαχα βάθη κάτι μια μάνα επίμονα στα ανυπόδητα γνέφει τα ανυπάκουα με τα γυμνά αχαμνά πιτσιρίκια.

Κάθε ανδρόγυνο πάει το δείλι πλαγιάζει, οι εραστές που δεν εύρισκαν άδολη άνοιξη ατόφια, σύντομα ερήμωσαν άφωτοι χωματοδρόμοι

την γειτονιά ανακτούν τότε άγονοι σκύλοι όλη τη νύχτα μυρίζουν μυρίζει τ’ αγιάζι μέσα στις κάμαρες ύπνοι βαρείς και ακόμη μια θεά στη γωνιά κρητικιά ανασαίνει φως απ’ το φως της θαρρείς και την μέρα που δήλοι.

Τη νύχτα το μικρό φεγγάρι δεν φωτίζει, έχει στραμμένη τη ματιά του κάπ’ αλλού κάποια κοσμογονία συγυρίζει στα βύθη αδιόρατου γιαλού.

Αργοχαράζει η αυγή στη μακρινή αντιδύση το βλέμμα στρέφομε κι εμείς στο νέο ηλιοφώς και ναυτικοί και στεριανοί και όσοι κάθε μέρα για άδηλο τι κι αδόκητο έχομε πολεμήσει.

F Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Δίγαμα
 
Βαθύ στο αίμα έπεσεν ο ιδρώτας τιμή στον κόπο των ανθρώπω, ριγώντας και των αλόγων τον απολιθωμένο αφηνιασμό και στον βυθό κατάβη.

Διάσκορπα στο υπέδαφος νομίσματα του Αχέρωντος κυρίευσεν η δόνησις κι αίφνης παλμός συναίσθησης διέγνωσεν το διάκενο.

Βήμα τοις παρ’ Άδει έδωξεν.

Οι τεθνηκώτες πρόσκαιρα συντονισμένοι ύστερα πάλι χαοτικά παρευρισκόμενοι αφηρημένοι με ίσκιο αλλοπρόσαλλα σφαδάζοντα στη θέση που τους άφηκεν θεός υψώναν με υπάκουη βουλή κέρινα σημαδεμένα χέρια.

Ευκάλυπτος κι ευωδιά υπόρινης σταφύλης καταδράμη κι από ψηλά ως καταδίκη ακούσθη ο πρώτος όρκος πέτρινος και μες’ από στεγνά πηγάδια αντήχησε.

Όμνυμι φίλο ν’ αρνηθώ, να ασπασθώ τον άγνωστο, κελεύομαι να πω με ποιους θα πάς και ποιον θ’ αφήσω.

Φίλοι σας ξορκίζω και τώρα τάσσομαι με αντρειωμένο χωριστό παράδεισο.

Προσεκτικά εκπέμπονται μέσα απ’ τα δόντια συλλαβιστά μα κόβονται και σχίζονται διερχόμενα πικράλμυρα τα λόγια.

Αποτάσσομαι το αργόσχολο ξημέρωμα της εύφορης εφηβικής νυκτός.
Α π ε τ α ξ ά μ η ν .

Νέκταρ κοινό που όλβιοι υποδόρια μεταλάβαμε σ’ αμπέλι ακαδημίας κάποια Δευτέρα ανέσπερη χέω σπονδή κάτω απ’ τα νύχια για το σκυλί που θα φυλά την ξένη πύλη και θα δεχθεί με να εισέλθω.

Έφθασε πάλι εκείν’ η ώρα.

Μνήματ’ άδειαξε μανά και επιτύμβια τα κάλυψεν με άλγη. Ήρως, αγνοείται ήρως. Τούτο το ποίημα γράφει για την εκούσια αποπομπή ιστορικής επίγνωσης.

Μον’ κρύβω φωτογραφίες των πρόγονων που ‘ν’ διάβολος.

Σε δίκη λαϊκή δικάζεται η Τριάς και στ’ όνειρο μου βρέχει.

Θάνατος πρώτα για τους λόγιους αυτούς τους κόρακες που ζουν διακόσια χρόνια, κάρβουνο από το κορμί αρχαίων δέντρων, δαιμονισμένοι με την οσμή ξεθεωμένης αγιαστούρας ερμαφρόδιτοι κυνόδοντες

Μήτε σερνικοί και μήτε θήλεις άτεκνοι μύστες αρχέτυποι μετέωροι και κοινωνούν στα όρη πάντερμα το κρυπτογραφημένο μύρο ετών μυρίων

Σε κόρφο βραχλερό μεταλαβαίνουν τη μέρα μέρα και δεν τους πιάνει μάτι, θα πει πως δεν τους λογαριάζει ο κλήρος.

Δεν είναι αιρετοί μα υποσχετικά χρισμένοι στο εωσφόρο αντίκρισμα κόρακες το ξέρουν δαύτοι με την ωλένη εξαρθρωμένη εισαγγελείς αποκόσμου παρακαλέσματος.

Ασπάζομαι Θρόνο και σπάζω το ρόδι που έθρεψε μέσ’ τα πετρέλαια να γίνω καγώνας άναξ Μίδας.

Ο δισταγμός μου καταδίκη.
Ο λόγος μου ονόλεθρος.

Ε Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Έψιλον
 
Πίσω απ’ τις γραμμές αρμολογώ τις πανοπλίες των χαλκέντερων ηρώων.

Από τα έπη των παγετώνων στις προφητείες του απροσμάχητου συχνοϊσχοϊχνογραφώ την αμετροεπή υστεροφημία.

Με κιμωλία ‘ναγράφω στρογγυλεμένα τα ονόματα μνημεία των εναρέτων.
Η αρετή το κλέος ο αείμνηστος μετριέται στο πλήθος έρριμων στίχων με προθήκες σε μουσεία από κομμένα μέλη με αρματωσιές και από σπασμένα βέλη.

Οχυρωμένες και μεσίστιες σημαίες απ’ τον καιρό μαστίζονται.
Σ’ εφηβικές γενναίοι ονειρώξεις μετενσαρκώνονται.
Κορίτσια ανέμελα ανταλλάσσουν νεανικές φωτογραφίες τους.

Με βρήκαν στις παγάνες και μου λέγαν τώρα μ’ ένα βόλι έρωτα θα
πάς. Όχι φώναζα ‘γώ θέλω να ζήσω. Και ποιος σου λέει πως δεν ζουν όσοι με θάνατο μεθύσουν;

Βρήκα έναν έρωτα που αποκαλώ Χειμώνα έχει κλώνους για στολίδια και χειμερινά λουλούδια παπαρούνα κι ανεμώνα ‘σημοχιονισμένα φρύδια και στα μαρμαρένια χείλη ρίγη κρίνα ‘κουμπισμένα μάτια κόρες άγριο μέλι.

Όλο μου αρέσει και τόνε πειράζω τούφες από τα μαλλιά του χιόνι του τινάζω και πατημασιές αφήνω πάντα το προσέχει στο λευκό δρομάκι, έγνοια που το έχει.

Εν ταις μάχαις έξεστιν τοις εσχάτοις αγαθούς έσεσθαι.
Νεοπτόλεμοι παρθένοι καθαρόαιμοι με της εκκλησιάς το δόρυ σφραγισμένοι.

Κάλυξ της καλογραίας νέας για το τακτό καθήκον της παρένθετης ου μνησθήσεται μητρός του δε πατρός το όνομα θα παραλάβει θάλασσα, να το ξεβγάλει κύμα, στο κορεσμένο κλειστό διάνυσμα μεταξύ των δύο σταθερών προ αναφερόμενων σημείων σύλληψης και απόλυσης.

Ο απελάτης από την Σίκινο τις ώρες του διωγμού αναβίωνε.

Θα ‘χομε τότες επιστρέψει στο σκοτάδι που προήλθαμε και λημερίζαμε προτού να συμπτωματικά συναντηθήκαμε υπό φωτός περιοδεύοντος φανού και υπνωτισμένοι περιπολήσαμε μεσ’ τις αποκριές του δωρικού μας συσχετισμού μη εύροντες άλλο τι παρά θυμάρια βότανα και πέτρα αχαΐρευτα ορεινά κι εσωστρεφείς αμμούδες και να, ξανά κλωθήκαμε χαθήκαμε.

Πλείονες πληρώνουμε μια θητεία κάτεργα και τέλος πιστεύουμε.
Τα δάκρυα που πέφτουν απ’ τον ουρανό δεν είναι αγιασμός Πλειάδων, παρά η θεία μας βροχή, με τη μανία που έχει να μας ξεπλένει τα ίχνη.

Βολβοί πρόσω στυλωμένοι σίδηροι κόρες διαμέτρου ορθάνοικτες, δέσμες βλεμμάτων αντιπαράλληλα
καρφωμένες απαρέγκλιτα στην ουράνια απόκλιση.

Μάνα Γη μου έσκισες τα πόδια, τα πεδία σου μου μοιάζουν.
Ατελεύτητα.
Υιοί και θυγατέρες, παιδιά στα χέρια και στα μάτια της μανάδων τους, εργατικά χτισμένα με τη δικαιοσύνη που κατατέθηκε, για καλό και για κακό δεσποτικά ερήμην ορκισμένα υπηρετούν την ίδια νήνεμη βασανισμένη πίστη.

Ένα πολύ προσωπικό αγγέλου πόθος εκμυστηρεύθηκε αργά μια προσευχή υπόσχεση παράβαση και
νόθος ένα του μέλημα ανεξόφλητο και όρθρος κόμπος στο στήθος φορτικός να πάρ´ ευχή.

Μόλις αδειάζει το φεγγάρι εξανδραποδίζομαι και μετανοώ στον αιώνα τον άπαντα.

Ευδοκίμως αποστρατευθείς γράφει κάθε φορά η εύφημος μνεία.

Οι αλυκές ταιριάζουν στους χειμώνες στα βράχια τους μετέωρα ‘νασαίνουνε στα βραγχειά τους θαύματα μετεωρούν άγρυπνα κύματα αναθήματα Ερμιόνες.

Ένα ακούμπησα στο χιόνι αλμυρόχρωμο κοχύλι, τις πτυχές του ξεδιπλώνει αγάλι, και μια
πεταλούδα πάλι τα φτερά της αποθέτει σε μαρμάρινο ακρογιάλι.

Δ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Δέλτα

Ένα λουλούδι αψήφιστα το δίχως
αύριο εναντιώθη.

Αντίκλητος εναντηχούντων
κελευσμάτων. Υπνωτισμένος
σ’ όνειρο μ’ ένα νανούρισμα
είδωλο.

Ήρθ’ απόψε στ’ όνειρό μου βρέφος
μέσα σε λυχνάρι, τ’ άφηκα για το
ποτάμι να το πάρει με τους υιούς
σας νάνι το νερό στο λίκνο, νάνι
του ψαριού ο γόνος, νάνι μέλι μου.

Έδωκά του το βυζί μου το κουτάβι
να δαγκάξει ψήφο σάρκινη κι αλάτι
νάνι του Θεού το χάδι, νάνι του
ψαριού αγκάλη, νάνι το νερό στο
λίκνο νάνι μέλι μου.

Άλλου τόπος ήλιος φθάσει με το
γόνα μεσ’ την λάσπη η καμήλα στο
αγώι το φεγγάρι πάει να χάσει, νάνι
του Θεού αγκάλη, νάνι του νερού το
χάδι, νάνι μέλι μου.

Κι άλλοι ζώστηκαν τον κλήρο τους
με νεύμα ρωμαλέο. Στοιχισμένοι για
δόξα και αργύριο. Ινδάλματα
σ’ ιστορικές φωτογραφίες.

Παιδιά στα μάτια της μανάδων.

Απείθαρχοι κι ανάμεσα παράγωνοι
μακροσκελείς κυρτοί καθρέπτες και
ενισχύουν την άδολη ψευδαίσθηση
της εύφορης αλληγορίας.

Μετ’ εμμήνου γαρ ορμήσομεν
ρύσεως και αλίκως κατακλύσομεν
πεδία της Χειμώνος. Τότε και να
κεντρωθούμε βόλια ρόδων.
Σάρισες κενταύρων ακεφάλων την
των Λακεδαιμονίων ρώμην.

Τρελός και αρματώθηκα και λέγω:
Θα βρω ανατολή.
Να μαχηθώ.

Φορώ και την ασπίδα που
δανείστηκα. Ανεφέλωτος κινώ.
Με γέψη από σίδερο στο παιδικό
τ’ αχείλι.

Βάλθηκα έτσι έρμος να βαδίζω στην
έρημο. Πρότερα ήταν θάλασσα.
Τσαλαβουτώ να πέλματα. Άλμο
τινάζοντας το βήμα βήμα.

Πυρόξανθη καυτή για φταίξιμο
ηλιοπαρμένου ανέμου χολωμένη.
Μήτε νεφί δεν στέργει της ανώφελα
τη ράχη να σκιάσει.

Παρά στο άρμα του θεού στη ρόδα
εκμηδενίζεται ένα λουλούδι που
αναιδώς το δίχως αύριο αψήφιστα
εναντιώθη.

Βροχή αλάτι ρίπτεται. Με την
τρομάρα της βροντής με το φορτίο
του κεραυνού με την καρδιά στο
στόμα του Βοριά δίνω οξειδωμένη
εκπνοή δηλητηριασμένος
από γειωτικό συναίσθημα.

Χείλη λαχτάρα ταγμένα γεύονται
σταγόνα αίμα βάλσαμο. Βάρος πάνω
στους μαστιγωμένους ώμους.
Φτέρνες ξυράφια τροχαλίες.

Αέρας με διαόλιζε.
Αγκάθια και τριβόλια με βελόνιζε.

Ο Λεβάντες της Άμμου πίσω μου
με επιμονή τακτοποιεί την έρημο
πάνω απ’ τα ίχνη κι ο τόπος τούτος
αποτελεσματικά να μην κρατήσει
μνήμη.

Ο αλεξίνεφος εργάτης και το
βυθό η θάλασσα δουλεύει τους
αμμολόφους με πινελιές
κυματισμούς και μόνο γύρω μου
γελά υπνωτιστική μαρμαρυγή
γαλήνιου απείρου.

Μάζεψα κουράγιο κι εναντιώθηκα
στη θάλασσα. Πρότερα ήταν έρημος.
Βιάσου μου λες κι ανησυχώ για την
βροχή. Αισθάνομαι τις πεταλούδες
στο στομάχι.

Ακόμη λες πως κυνηγάω πεταλούδες.

-Συ πώς απ’ εδώ;
-Προσωπικοί μου λόγοι.
-Αφηρημένα μ’ απαντάς.
-Μ’ αναγνωρίζεις …
-Είσαι η Ραχήλ του ολέθρου.
-Ναι. Θεία Επιταγή.

Αλεξίνεφος (αδοκ.), που διώχνει τα σύννεφα
Άλμος, άμμος, -πέλματα άλμος- συνήχηση «λμ»

Γ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Γάμα

Ομόρφυνες να στέκεις μπρος
από το εκλαμπρυντικό βλέμμα
του άστρου σου ανέραστη μητέρα.
Μπολιάστηκες με τα καρφιά
των πεφταστέρων.
Μετουσιώθηκες.

Κοινώνησες με σπειροειδή
αμφισβήτηση τα τάματα της
τρίτης Μέρας. Κεντρομολημένη
στον αρχέτυπο άξονα.
Χαλιναγωγείς την φυγότροπο
αδράνεια προς το μέλαν
ελκυστικόν Πάντροπον.

Γελάς αδιόρατα προς το
σύνορο του απείρου.

Στην τέφρα του αρχαίου
μάγματος ορκίστηκες.
Σκορπίστηκες.

Το χέρι σου αναπαλάμη.
Το χέρι αυξητικά εκτεινόμενο
με την προσφορά. Βαστά και
μεταφέρει σπέρμα του αλόγου
μέσ’ από την μαύρη δύναμη.

Οι κόρες σου εγίναν χοηφόροι
στα όψιμα πεδία του Χειμώνα
και αμολάν τα δάκρυα του
Φεγγαριού ως κάτου.
Οι γιοι σου περνούν τα
βραχλωμένα διαβατά
γαργαλασταίνοντας
μέσ’ απ’ τις πέτρες με το
βουβό τραγούδισμα.
Άτρωτοι, παρά στη
φτέρνα.

Οι στέρεοι υγροποιούνται πόθοι.
Σε βάραθρα διαμπερή ποτάμια
καταπίνονται έρωτα.

Ένα φιλί αλλήλοις οι Πλειάδες
δίδουσιν πριν αν εκάστοτε οι
εισαγγελείς του πλάσματος
εντοπίσουν τον υιό του ανθρώπου
και στην αθάνατη αποδέσμευση
καταδίκασαν.

Μυσταγωγημένη δάφνηνες
αναθυμιάσεις ράθυμες, ο
λόγος σου ευάγγελος
και πρόσφορος.
Κάλεσμα της ημέρας και
λέγει:

Δέσε στο χέρι το καλοκαίρι
Θησέα … Δες!
Είναι μια ρίζα από αρμυρίκι…
Δρόμον καλόν. Καλόν γιαλόν
καματερόν. Με της προνύμφης
άσθμα του μεταξιού το σθένος,
αγέραστος ίθι!

Ώστε με το εργόχειρο που
υφαίνεις και μια στο τόσο
ξεκομπιάζεις τις προφητείες
επαληθεύεις.

Ιεροφάντεις είλωτες του
αναδρόμου μέλλοντος τις
αποτύπωσαν θρυμματισμένους
κάλυκες. Τους ξεθάβω βλέπεις
στην αυλή μου συχνότερα παρά
αλλότερα.

Λύσοιο μήνιν Λοξία μουσαγέτη
Δέξοιο φίλημα και ικεσάρια
Άφες μοι νέμεσιν Θε’ χρησμοκράτη
Ρύσαι επτ’ άργυρ’ ολέθρου ζευγάρια

Στους κάλυκες για να φυλούν
το αίμα τους κρασί της άμπελος
πρωτόκλητοι ζωγράφισαν.
Πλασμένοι με τον πηλόν
σωμάτων τους.

Κτερίσματα για τα αιώνια κελιά
που μετοικούν και προορίστηκαν.
Πάνω τους βάζουν από το χώμα
τους και από τον ίσκιο τους
πάντα κατάπλευρα και πιθανώς
παράδοξα.

Γιατί στη ζωγραφιά όλα πρέπει
να φαίνονται.

Γαργαλασταίνω (αυτοσχ.), περνώ σβέλτα από δύσβατο μονοπάτι όπως το νερό στο ρέμα
Πάντροπον (αδοκ., αυθαιρ. έννοια), το αναγκαστικό αποτέλεσμα
Ικεσάρια (αυτοσχ.), αφιερώματα ικεσίας, τάματα
Πλάγιος Γ´, ικεσία της Νιόβης στον Απόλλω

Β Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Βήτα

Επεί ο Πλάστης για κάθε
εκατό γενναίους έναν γεννά
με τη σφραγίδα στις παλάμες
από τον τύπο των ήλων.
Εκ νέου χαρτογραφείται
η κληδών.

Χειρομάντεις σκέπτονται.

Ένας βαπτίζεται από
το Πρώτον Ύδωρ
κατ’ ευθείαν στη φωτιά.

Συντέμνεται η γραμμή ζωής
με τη γραμμή καρδιάς από
ένα βόλι ρόδο και κατάστηθα
η θύελλα συνέρχεται.

Κρατήρες απροσμάχητοι
βαράθρων μάγματος
κοχλάζουν παλάμες.
Έλξη αλλόκοσμη χωνεύει
κάθε λογής πουλιά.

Αντίμαχος καμίας Χίμαιρας
και διάκος ακραιφνών
ρητορικών προδομένος εκ
γενετής με όραμα συντάσσεται
με τον Δέσποτα και τότε
κεραυνοί εξακοντίζονται
στο βλέμμα του κι
ανασταίνουν λάβα.

Αγώγιμος είναι τρομερός με
ξέφρενα σωματίδια και
ηλεκτροφόρος.

Ρομφαία χαράζει εφτάψυχη
ματιά της γάτας αναθαρρυντική
υπόσχεση θυμού ξενίου
ξέσπασμα ελπιστική
σπονδή.

Περαστικοί που τ’ ακρωτήρι
της Καλής Ελπίδος γνώρισαν
τον ονομάσαν Εύελπις!

¡Άηντε! Φωνάζει και
εννοεί με ή(τ)τα γιατί καλεί
τον Άγιο ν’ ανεβεί με βουητό
αδαμάντιο, ένα παιδί με δόρυ
αυταπάρνηση και τ’ άλλο χέρι
ενάντιο, δαιμόνι αδάμαστο
ταγμένο στα κέρινα στίφη
του Καιρού.

Ουρανός νε στέκεται στο Λέοντα
μ’ ελπίδες σπαραχτικά βαλμένες
στο Γενναίο Στοίχημα ..

Φήμη πλανάται και εισδύει
στα σπίτια ανάμεσα και μες
στα δέντρα ομίχλη πάχνη
νερό και κατακτά το χάρτη
ίνα στην ίνα καθώς που
βράχηκε.

Ηρακλήδες αποκαλέστηκαν
με τα δημώδη έπη και αν
για τα καλά εξοστρακίσθηκαν
και με τη χλεύη των αγγέλων
αποδήμησαν στους μύθους
συναντώ κάθε νέο αποχείμωνο
Δροσουλίτες να υποδύονται
τις παπαρούνες με κλέος
πορφυρού αίματος στα
φρύδια και μέρες ύστερα
ελέγεια της εκπτώσεως να
έπονται κι άλλα λουλούδια
δειλά να ξεφυτρώνονται.

Κι έπειτα κεί το χώμα
να ρουφάει τη μάχη.

/Χρόνος ανακυκλώνεται
/σάλπισμα με προσκάλει
/ξωπίσω με παραφυλά
/ξενυχτισμένη αγκάλη.

Διάβολος στέκει στους
αδύναμους. Στέκουν
αδύναμοι στους δυνατούς.
Μασούν με αγωνία το
σκοινί, που όλους μαζί
τους δένει από την φτέρνα
στο παρόν ..