Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #10

Όμνυμι
— Photographer Theo Stamatiades.
Βαθύ στο αίμα έπεσε ο ιδρώτας τιμή στον κόπο των ανθρώπω, ριγώντας και των αλόγων τον απολιθωμένο αφηνιασμό και στο βυθό που κατάβη άνοιξε η αυλαία. Οι τεθνηκώτες πρόσκαιρα συντονισμένοι -ύστερα πάλι χαοτικά παρευρισκόμενοι αφηρημένοι, με τον ίσκιο αλλοπρόσαλλα σφαδάζοντας στη θέση που τους άφηκεν Θεός- υψώναν με υπάκουη βουλή τα κέρινα σημαδεμένα χέρια. Ευκάλυπτος κι ευωδιά υπόρινης σταφύλης καταδράμη κι από ψηλά ως καταδίκη ακούσθη ο πρώτος όρκος πέτρινος και μες’ από στεγνά πηγάδια αντήχησε.

Όμνυμι φίλο ν’ αρνηθώ , να ασπασθώ με άγνωστο, κελεύομαι να πω με ποιους θα πάς και ποιον θ’ αφήσω. Σας ξορκίζω φίλοι και τάσσομαι με ανδρειωμένο χωριστό παράδεισο. Αποτάσσομαι το αργόσχολο ξημέρωμα της εύφορης εφηβικής νυκτός και νέκταρ που νέο μεταλάβαμε κοινά κηφήνες στ’ αμπέλι ακαδημίας Δευτέρα ανέσπερη χέω σπονδή για το σκυλί που φυλά την ξένη πύλη και θα δεχθεί με να εισέλθω. Είναι ξανά η ώρα εκείνη . Τάφοι τωραπάλι έχουν αδειάσει και επιτύμβια τα κάλυψεν η άλγη. Μον’ κρύψω φωτογραφίες των πρόγονων που ‘ναι διάβολος. Ήρως αγνοείται. Σε  δίκη λαϊκή δικάζεται η Τριάς και στ’ όνειρο μου βρέχει.

Θάνατος πρώτα για τους λόγιους αυτούς τους κόρακες που ζουν διακόσια χρόνια, κάρβουνο από το κορμί αρχαίων δέντρων, μύστες μετέωροι κι αρχέτυποι, που κοινωνούν στα πάντερμα όρη το κρυπτογραφημένο μύρο μυρίων ετών, σε κόρφο βραχλερό μεταλαβαίνουν τη μέρα μέρα και δεν τους πιάνει μάτι, /σημαίνει πως δεν τους λογαριάζει ο κλήρος/. Δεν είναι αιρετοί μα υποσχετικά χρισμένοι στο ζωοφόρο αντίκρισμα, κόρακες το ξέρουν δαύτοι, εισαγγελείς του απόκοσμου παρακαλέσματος.