Ε Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Έψιλον
 
Πίσω απ’ τις γραμμές αρμολογώ τις πανοπλίες των χαλκέντερων ηρώων.

Από τα έπη των παγετώνων στις προφητείες του απροσμάχητου συχνοϊσχοϊχνογραφώ την αμετροεπή υστεροφημία.

Με κιμωλία ‘ναγράφω στρογγυλεμένα τα ονόματα μνημεία των εναρέτων.
Η αρετή το κλέος ο αείμνηστος μετριέται στο πλήθος έρριμων στίχων με προθήκες σε μουσεία από κομμένα μέλη με αρματωσιές και από σπασμένα βέλη.

Οχυρωμένες και μεσίστιες σημαίες απ’ τον καιρό μαστίζονται.
Σ’ εφηβικές γενναίοι ονειρώξεις μετενσαρκώνονται.
Κορίτσια ανέμελα ανταλλάσσουν νεανικές φωτογραφίες τους.

Με βρήκαν στις παγάνες και μου λέγαν τώρα μ’ ένα βόλι έρωτα θα
πάς. Όχι φώναζα ‘γώ θέλω να ζήσω. Και ποιος σου λέει πως δεν ζουν όσοι με θάνατο μεθύσουν;

Βρήκα έναν έρωτα που αποκαλώ Χειμώνα έχει κλώνους για στολίδια και χειμερινά λουλούδια παπαρούνα κι ανεμώνα ‘σημοχιονισμένα φρύδια και στα μαρμαρένια χείλη ρίγη κρίνα ‘κουμπισμένα μάτια κόρες άγριο μέλι.

Όλο μου αρέσει και τόνε πειράζω τούφες από τα μαλλιά του χιόνι του τινάζω και πατημασιές αφήνω πάντα το προσέχει στο λευκό δρομάκι, έγνοια που το έχει.

Εν ταις μάχαις έξεστιν τοις εσχάτοις αγαθούς έσεσθαι.
Νεοπτόλεμοι παρθένοι καθαρόαιμοι με της εκκλησιάς το δόρυ σφραγισμένοι.

Κάλυξ της καλογραίας νέας για το τακτό καθήκον της παρένθετης ου μνησθήσεται μητρός του δε πατρός το όνομα θα παραλάβει θάλασσα, να το ξεβγάλει κύμα, στο κορεσμένο κλειστό διάνυσμα μεταξύ των δύο σταθερών προ αναφερόμενων σημείων σύλληψης και απόλυσης.

Ο απελάτης από την Σίκινο τις ώρες του διωγμού αναβίωνε.

Θα ‘χομε τότες επιστρέψει στο σκοτάδι που προήλθαμε και λημερίζαμε προτού να συμπτωματικά συναντηθήκαμε υπό φωτός περιοδεύοντος φανού και υπνωτισμένοι περιπολήσαμε μεσ’ τις αποκριές του δωρικού μας συσχετισμού μη εύροντες άλλο τι παρά θυμάρια βότανα και πέτρα αχαΐρευτα ορεινά κι εσωστρεφείς αμμούδες και να, ξανά κλωθήκαμε χαθήκαμε.

Πλείονες πληρώνουμε μια θητεία κάτεργα και τέλος πιστεύουμε.
Τα δάκρυα που πέφτουν απ’ τον ουρανό δεν είναι αγιασμός Πλειάδων, παρά η θεία μας βροχή, με τη μανία που έχει να μας ξεπλένει τα ίχνη.

Βολβοί πρόσω στυλωμένοι σίδηροι κόρες διαμέτρου ορθάνοικτες, δέσμες βλεμμάτων αντιπαράλληλα
καρφωμένες απαρέγκλιτα στην ουράνια απόκλιση.

Μάνα Γη μου έσκισες τα πόδια, τα πεδία σου μου μοιάζουν.
Ατελεύτητα.
Υιοί και θυγατέρες, παιδιά στα χέρια και στα μάτια της μανάδων τους, εργατικά χτισμένα με τη δικαιοσύνη που κατατέθηκε, για καλό και για κακό δεσποτικά ερήμην ορκισμένα υπηρετούν την ίδια νήνεμη βασανισμένη πίστη.

Ένα πολύ προσωπικό αγγέλου πόθος εκμυστηρεύθηκε αργά μια προσευχή υπόσχεση παράβαση και
νόθος ένα του μέλημα ανεξόφλητο και όρθρος κόμπος στο στήθος φορτικός να πάρ´ ευχή.

Μόλις αδειάζει το φεγγάρι εξανδραποδίζομαι και μετανοώ στον αιώνα τον άπαντα.

Ευδοκίμως αποστρατευθείς γράφει κάθε φορά η εύφημος μνεία.

Οι αλυκές ταιριάζουν στους χειμώνες στα βράχια τους μετέωρα ‘νασαίνουνε στα βραγχειά τους θαύματα μετεωρούν άγρυπνα κύματα αναθήματα Ερμιόνες.

Ένα ακούμπησα στο χιόνι αλμυρόχρωμο κοχύλι, τις πτυχές του ξεδιπλώνει αγάλι, και μια
πεταλούδα πάλι τα φτερά της αποθέτει σε μαρμάρινο ακρογιάλι.

Δ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Δέλτα

Ένα λουλούδι αψήφιστα το δίχως
αύριο εναντιώθη.

Αντίκλητος εναντηχούντων
κελευσμάτων. Υπνωτισμένος
σ’ όνειρο μ’ ένα νανούρισμα
είδωλο.

Ήρθ’ απόψε στ’ όνειρό μου βρέφος
μέσα σε λυχνάρι, τ’ άφηκα για το
ποτάμι να το πάρει με τους υιούς
σας νάνι το νερό στο λίκνο, νάνι
του ψαριού ο γόνος, νάνι μέλι μου.

Έδωκά του το βυζί μου το κουτάβι
να δαγκάξει ψήφο σάρκινη κι αλάτι
νάνι του Θεού το χάδι, νάνι του
ψαριού αγκάλη, νάνι το νερό στο
λίκνο νάνι μέλι μου.

Άλλου τόπος ήλιος φθάσει με το
γόνα μεσ’ την λάσπη η καμήλα στο
αγώι το φεγγάρι πάει να χάσει, νάνι
του Θεού αγκάλη, νάνι του νερού το
χάδι, νάνι μέλι μου.

Κι άλλοι ζώστηκαν τον κλήρο τους
με νεύμα ρωμαλέο. Στοιχισμένοι για
δόξα και αργύριο. Ινδάλματα
σ’ ιστορικές φωτογραφίες.

Παιδιά στα μάτια της μανάδων.

Απείθαρχοι κι ανάμεσα παράγωνοι
μακροσκελείς κυρτοί καθρέπτες και
ενισχύουν την άδολη ψευδαίσθηση
της εύφορης αλληγορίας.

Μετ’ εμμήνου γαρ ορμήσομεν
ρύσεως και αλίκως κατακλύσομεν
πεδία της Χειμώνος. Τότε και να
κεντρωθούμε βόλια ρόδων.
Σάρισες κενταύρων ακεφάλων την
των Λακεδαιμονίων ρώμην.

Τρελός και αρματώθηκα και λέγω:
Θα βρω ανατολή.
Να μαχηθώ.

Φορώ και την ασπίδα που
δανείστηκα. Ανεφέλωτος κινώ.
Με γέψη από σίδερο στο παιδικό
τ’ αχείλι.

Βάλθηκα έτσι έρμος να βαδίζω στην
έρημο. Πρότερα ήταν θάλασσα.
Τσαλαβουτώ να πέλματα. Άλμο
τινάζοντας το βήμα βήμα.

Πυρόξανθη καυτή για φταίξιμο
ηλιοπαρμένου ανέμου χολωμένη.
Μήτε νεφί δεν στέργει της ανώφελα
τη ράχη να σκιάσει.

Παρά στο άρμα του θεού στη ρόδα
εκμηδενίζεται ένα λουλούδι που
αναιδώς το δίχως αύριο αψήφιστα
εναντιώθη.

Βροχή αλάτι ρίπτεται. Με την
τρομάρα της βροντής με το φορτίο
του κεραυνού με την καρδιά στο
στόμα του Βοριά δίνω οξειδωμένη
εκπνοή δηλητηριασμένος
από γειωτικό συναίσθημα.

Χείλη λαχτάρα ταγμένα γεύονται
σταγόνα αίμα βάλσαμο. Βάρος πάνω
στους μαστιγωμένους ώμους.
Φτέρνες ξυράφια τροχαλίες.

Αέρας με διαόλιζε.
Αγκάθια και τριβόλια με βελόνιζε.

Ο Λεβάντες της Άμμου πίσω μου
με επιμονή τακτοποιεί την έρημο
πάνω απ’ τα ίχνη κι ο τόπος τούτος
αποτελεσματικά να μην κρατήσει
μνήμη.

Ο αλεξίνεφος εργάτης και το
βυθό η θάλασσα δουλεύει τους
αμμολόφους με πινελιές
κυματισμούς και μόνο γύρω μου
γελά υπνωτιστική μαρμαρυγή
γαλήνιου απείρου.

Μάζεψα κουράγιο κι εναντιώθηκα
στη θάλασσα. Πρότερα ήταν έρημος.
Βιάσου μου λες κι ανησυχώ για την
βροχή. Αισθάνομαι τις πεταλούδες
στο στομάχι.

Ακόμη λες πως κυνηγάω πεταλούδες.

-Συ πώς απ’ εδώ;
-Προσωπικοί μου λόγοι.
-Αφηρημένα μ’ απαντάς.
-Μ’ αναγνωρίζεις …
-Είσαι η Ραχήλ του ολέθρου.
-Ναι. Θεία Επιταγή.

Αλεξίνεφος (αδοκ.), που διώχνει τα σύννεφα
Άλμος, άμμος, -πέλματα άλμος- συνήχηση «λμ»

Γ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Γάμα

Ομόρφυνες να στέκεις μπρος
από το εκλαμπρυντικό βλέμμα
του άστρου σου ανέραστη μητέρα.
Μπολιάστηκες με τα καρφιά
των πεφταστέρων.
Μετουσιώθηκες.

Κοινώνησες με σπειροειδή
αμφισβήτηση τα τάματα της
τρίτης Μέρας. Κεντρομολημένη
στον αρχέτυπο άξονα.
Χαλιναγωγείς την φυγότροπο
αδράνεια προς το μέλαν
ελκυστικόν Πάντροπον.

Γελάς αδιόρατα προς το
σύνορο του απείρου.

Στην τέφρα του αρχαίου
μάγματος ορκίστηκες.
Σκορπίστηκες.

Το χέρι σου αναπαλάμη.
Το χέρι αυξητικά εκτεινόμενο
με την προσφορά. Βαστά και
μεταφέρει σπέρμα του αλόγου
μέσ’ από την μαύρη δύναμη.

Οι κόρες σου εγίναν χοηφόροι
στα όψιμα πεδία του Χειμώνα
και αμολάν τα δάκρυα του
Φεγγαριού ως κάτου.
Οι γιοι σου περνούν τα
βραχλωμένα διαβατά
γαργαλασταίνοντας
μέσ’ απ’ τις πέτρες με το
βουβό τραγούδισμα.
Άτρωτοι, παρά στη
φτέρνα.

Οι στέρεοι υγροποιούνται πόθοι.
Σε βάραθρα διαμπερή ποτάμια
καταπίνονται έρωτα.

Ένα φιλί αλλήλοις οι Πλειάδες
δίδουσιν πριν αν εκάστοτε οι
εισαγγελείς του πλάσματος
εντοπίσουν τον υιό του ανθρώπου
και στην αθάνατη αποδέσμευση
καταδίκασαν.

Μυσταγωγημένη δάφνηνες
αναθυμιάσεις ράθυμες, ο
λόγος σου ευάγγελος
και πρόσφορος.
Κάλεσμα της ημέρας και
λέγει:

Δέσε στο χέρι το καλοκαίρι
Θησέα … Δες!
Είναι μια ρίζα από αρμυρίκι…
Δρόμον καλόν. Καλόν γιαλόν
καματερόν. Με της προνύμφης
άσθμα του μεταξιού το σθένος,
αγέραστος ίθι!

Ώστε με το εργόχειρο που
υφαίνεις και μια στο τόσο
ξεκομπιάζεις τις προφητείες
επαληθεύεις.

Ιεροφάντεις είλωτες του
αναδρόμου μέλλοντος τις
αποτύπωσαν θρυμματισμένους
κάλυκες. Τους ξεθάβω βλέπεις
στην αυλή μου συχνότερα παρά
αλλότερα.

Λύσοιο μήνιν Λοξία μουσαγέτη
Δέξοιο φίλημα και ικεσάρια
Άφες μοι νέμεσιν Θε’ χρησμοκράτη
Ρύσαι επτ’ άργυρ’ ολέθρου ζευγάρια

Στους κάλυκες για να φυλούν
το αίμα τους κρασί της άμπελος
πρωτόκλητοι ζωγράφισαν.
Πλασμένοι με τον πηλόν
σωμάτων τους.

Κτερίσματα για τα αιώνια κελιά
που μετοικούν και προορίστηκαν.
Πάνω τους βάζουν από το χώμα
τους και από τον ίσκιο τους
πάντα κατάπλευρα και πιθανώς
παράδοξα.

Γιατί στη ζωγραφιά όλα πρέπει
να φαίνονται.

Γαργαλασταίνω (αυτοσχ.), περνώ σβέλτα από δύσβατο μονοπάτι όπως το νερό στο ρέμα
Πάντροπον (αδοκ., αυθαιρ. έννοια), το αναγκαστικό αποτέλεσμα
Ικεσάρια (αυτοσχ.), αφιερώματα ικεσίας, τάματα
Πλάγιος Γ´, ικεσία της Νιόβης στον Απόλλω

Β Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Βήτα

Επεί ο Πλάστης για κάθε
εκατό γενναίους έναν γεννά
με τη σφραγίδα στις παλάμες
από τον τύπο των ήλων.
Εκ νέου χαρτογραφείται
η κληδών.

Χειρομάντεις σκέπτονται.

Ένας βαπτίζεται από
το Πρώτον Ύδωρ
κατ’ ευθείαν στη φωτιά.

Συντέμνεται η γραμμή ζωής
με τη γραμμή καρδιάς από
ένα βόλι ρόδο και κατάστηθα
η θύελλα συνέρχεται.

Κρατήρες απροσμάχητοι
βαράθρων μάγματος
κοχλάζουν παλάμες.
Έλξη αλλόκοσμη χωνεύει
κάθε λογής πουλιά.

Αντίμαχος καμίας Χίμαιρας
και διάκος ακραιφνών
ρητορικών προδομένος εκ
γενετής με όραμα συντάσσεται
με τον Δέσποτα και τότε
κεραυνοί εξακοντίζονται
στο βλέμμα του κι
ανασταίνουν λάβα.

Αγώγιμος είναι τρομερός με
ξέφρενα σωματίδια και
ηλεκτροφόρος.

Ρομφαία χαράζει εφτάψυχη
ματιά της γάτας αναθαρρυντική
υπόσχεση θυμού ξενίου
ξέσπασμα ελπιστική
σπονδή.

Περαστικοί που τ’ ακρωτήρι
της Καλής Ελπίδος γνώρισαν
τον ονομάσαν Εύελπις!

¡Άηντε! Φωνάζει και
εννοεί με ή(τ)τα γιατί καλεί
τον Άγιο ν’ ανεβεί με βουητό
αδαμάντιο, ένα παιδί με δόρυ
αυταπάρνηση και τ’ άλλο χέρι
ενάντιο, δαιμόνι αδάμαστο
ταγμένο στα κέρινα στίφη
του Καιρού.

Ουρανός νε στέκεται στο Λέοντα
μ’ ελπίδες σπαραχτικά βαλμένες
στο Γενναίο Στοίχημα ..

Φήμη πλανάται και εισδύει
στα σπίτια ανάμεσα και μες
στα δέντρα ομίχλη πάχνη
νερό και κατακτά το χάρτη
ίνα στην ίνα καθώς που
βράχηκε.

Ηρακλήδες αποκαλέστηκαν
με τα δημώδη έπη και αν
για τα καλά εξοστρακίσθηκαν
και με τη χλεύη των αγγέλων
αποδήμησαν στους μύθους
συναντώ κάθε νέο αποχείμωνο
Δροσουλίτες να υποδύονται
τις παπαρούνες με κλέος
πορφυρού αίματος στα
φρύδια και μέρες ύστερα
ελέγεια της εκπτώσεως να
έπονται κι άλλα λουλούδια
δειλά να ξεφυτρώνονται.

Κι έπειτα κεί το χώμα
να ρουφάει τη μάχη.

/Χρόνος ανακυκλώνεται
/σάλπισμα με προσκάλει
/ξωπίσω με παραφυλά
/ξενυχτισμένη αγκάλη.

Διάβολος στέκει στους
αδύναμους. Στέκουν
αδύναμοι στους δυνατούς.
Μασούν με αγωνία το
σκοινί, που όλους μαζί
τους δένει από την φτέρνα
στο παρόν ..

Α Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Άλφα

Έφθασες στη Γη του Πυρός.
Έβαλες πόδι όλον τον ανάποδο
στενό κατήφορο! Δεν ήταν
δύσκολο για ποιον που τον
υμένα της εγέρσεως
από της γης το τύμπανο με τον
αντίποδ’ αντέκρουε.

Ξέρω, έχει η ανάσα σου ψηθεί
στου Λαμπατάρη τις φωτιές.
Τα παλαιά σου γράμματα μου
κατακάψαν το συρτάρι.
Κι όταν αγόρια ήμασταν
φωτιά ‘χε πιάσει σώβρακο.

Ωρίμασαν να πεις κι εκεί
Μήλα των Εσπερίδων.
Ο Λάδων, το θεριό με τα εκατό
κεφάλια ο ποταμός, τα έθρεψε.
Στον κήπο του αποκοιμιούνται
δέσποινες με τα λυμένα μάγια.
Κι οι πόθοι τέχνας κατεργάζονται.

Θυμάμαι αυτό το κόλπο.
Απ’ τον παππού Δράκο που
μάσαε τσακμακόπετρα και χνώτιζε
φωτιά ο περίεργος βήχας του.
Τσουρούφλιζε αυτός τα μούσια του.
Κι εμείς γελούσαμε.

Γελούσαμε και αναστενάρηδες
πατούσαμε το φλογισμένο από
τα μαλλιά του Ήλιου πέλαγο.
Παίρνοντας – περνώντας
το πλανώριο Πελασγινό
Μονοπάτι μες’ στη θάλασσα
-τελεία-
Μ’ αντρειωμένη βούληση
-τελεία-
Ανήκουστη έκτοτε.

Έκαστος χρεώθηκε στο βότσαλο.
Με τη θηρία κύμα γλώσσα της
που μας πιπίλισε από το λάδι κι
από την άλμη μας γαρμπίλι
δημιουργήθηκε.

Απορρίφθηκαν τα βράγχια.
Δουλεύτηκαν οι πλάτες και
τα στέρνα μας. Πήγαμε και
ήρθαμε από ακτή σε
ακτή με το αυγό του γλάρου.
Ύστερ’ αποκάμαμε με τα
θαλασσινά λουλούδια.
Πασχαλιά.

Τα πέμπλα τώρα στην ακτή
κρατά για πάντα η Θάλασσα.
Τ’ ανακατεύει τ’ αναμοιράζει δεν
τ’ αποδίνει και αφιερώθηκαν.
Ιέρεια και θα δεχθεί παρά μονάχα
να βάλει στόμα μου
ένα μαργαριτάρι.
Τον ελάχιστο εαυτό μου.
Αντίδωρο στη Θεία Κοινωνία.

Κάνω λάθος, μα κι εκεί
προφήτη περιμένουν.
Τι με κοιτάς;

Έχω μονάχα να επιδείξω το
ζωντανό σκαθάρι πού ‘χω φυλάξει
θησαυρό απ’ την Έρημο.
Συ να προσεχτείς. Γιατί κι αλλού
σαν ταίριαξες με τις Γραφές.

Δες μη βρεις και την καρδιά μου.
Κάπου κι εγώ την έχω αφήσει
δίχως μνήμη. Μην είναι πέτρα
έχε το νου. Θα βγάλεις από κάτω
κει σανδάλι και σπαθί.

Τρελός που αρματώθηκα…

πλανώριο, σύγχυση από τις λέξεις πλανάται, πλανήτης, πλανεύει
πέμπλα, pebbles βότσαλα

Ανήριθμον Γέλασμα Πρόλογος Επιμύθιο

Αγαπημένες φίλες,
Αγαπημένοι φίλοι μου,

Τα νέα ποιήματα φέρουν τίτλο “Ανήριθμον γέλασμα”.
Είναι τίτλος που προέκυψε από ένα δοκίμιο του Κορνήλιου Καστοριάδη με τίτλο “Εκφραστικά μέσα της ποιήσεως” και θέμα την αδιαίρετη πολυσημία των λέξεων και των γραμματικών πτώσεων στην Αρχαία Ελληνική (παραθέτω το link στα σχόλια).
Ανήριθμον γέλασμα μπορεί να ερμηνευθεί ως αμέτρητο ηλιαχτίδισμα, φως, γέλιο, εξαπάτηση.
Ερμηνεία πολυσήμαντη -όπως όλοι είμαστε- για την αίσθηση – την ψευδαίσθηση (το άρθρον – το βάραθρον), το ορθόν – το σφάλμα,  το δέον – το δέον…
Το σύνολο διακρίνεται σε 27 τομές και το επιμύθιο.
Οι τομές έχουν λάβει τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου διαχρονικά.
Διακρίνονται δε σε λόγο ευθύ και πλάγιο.
Είναι γραπτά της περιόδου 10Αυγ’10-25Ιαν’17.
Μαζί με τα γραπτά θα δημοσιεύσω επίσης μερικές συνθέσεις σε παρτιτούρα από την άσκησή μου στην τροπική μουσική παράδοση της ευρύτερης εγγύς μας γεωγρφικής περιοχής.
Οι δημοσιεύσεις θα λαμβάνουν χώρα στο ιστολόγιο www.kerannis.gr.
Θα δημοσιεύω σταδιακά κάθε τομή, που θα περνά την “τελική” επιμέλεια.
Θα μου πάρει κάμποσο καιρό, αλλά θα γίνει.
Αυτή η ανακοίνωση είναι κατά το ήμισυ δέσμευση προς τον εαυτό μου.
Λίγα αποσπάσματα ποιημάτων έχουν ήδη αναρτηθεί.
Όταν ολοκληρώσω την επεξεργασία όλων έχω σκοπό να τυπογραφήσω μερικά αντίτυπα της συλλογής σε πολύγραφο.
Αν (να) το πιστέψετε πως υπάρχει ένας που λειτουργεί στον τόπο μου, στο Βελβεντό!
Προσμένω την ώρα που θα περάσω ένα καλοκαίρι μου στοιχειοθετώντας και πρεσάροντας φύλλα!
Κάνω εκ προοιμίου αυτήν την προς εσάς ενημέρωση, γιατί ως συνηθίζω δεν θα postarw στο ΦΒ κάθε τι.
Εφ’ όσον επιθυμείτε να παρακολουθείτε τις δημοσιεύσεις, θα χρειαστεί να διανύετε κι εσείς λίγο δρόμο για να συναντηθούμε.
Από ένα βιβλίο συνήθως το πρώτο που διαβάζεται και στο πόδι είναι το οπισθόφυλλο.
Εκεί βρίσκεται το επιμύθιο του έργου, το οποίο παραθέτω ευθύς.

Επιμύθιο
Πλάγιος επιμυθίου

Ήξερα πως ο κυνηγός ήτανε πλιο ελάφι.
Ήξευρα πως ο Έυρωτας εν ήταν ποταμιού.
Αρχοντονιός δωρίστηκε για το Χαραυγοτάξι.
Απεργυνάρι του γυμνού γεωσαλιγκαριού.

Επί σταθερού διανύσματος μεταξύ αρχής και τέλους, λόγου χάριν μεταξύ σημείων Α και Β ή μεταξύ ενός και μηδενός, περιλαμβάνονται άπειρες τιμές, μαθηματικώς.
Παραδόξως η θετική έννοια του απείρου ουδόλως συμβαίνει με την έννοια της περιλήψεως.
Ό,τι δηλαδή περιλαμβάνεται στο τμήμα το μεταξύ των σημείων Α και Β.
Η περίληψη από τη φύση της αναγκαία οριοθετεί και θέτει περιορισμό.
Άρα από το ένα μέχρι το μηδέν συντρέχει ορισμένο διάνυσμα.
Άλλως το παράδοξο εντείνεται αν σκεφτούμε, ότι λογικώς μεταξύ δυο και μηδενός θα περιλαμβάνεται ούτω πως διπλάσια ποσότητα απείρου.

Χαραυγοτάξι (αυτοσχ.), η ανατολή του ηλίου
Απεργυνάρι (αυτοσχ.), το στεγνό γυαλιστερό ίχνος που αφήνει το σαλιγκάρι

Κορνήλιος Καστοριάδης Εκφραστικά μέσα της ποιήσεως http://research.uni-leipzig.de/giannis/Philosophie/Gedicht%207.pdf