Ε Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Έψιλον
 
Πίσω απ’ τις γραμμές αρμολογώ τις πανοπλίες των χαλκέντερων ηρώων.

Από τα έπη των παγετώνων στις προφητείες του απροσμάχητου συχνοϊσχοϊχνογραφώ την αμετροεπή υστεροφημία.

Με κιμωλία ‘ναγράφω στρογγυλεμένα τα ονόματα μνημεία των εναρέτων.
Η αρετή το κλέος ο αείμνηστος μετριέται στο πλήθος έρριμων στίχων με προθήκες σε μουσεία από κομμένα μέλη με αρματωσιές και από σπασμένα βέλη.

Οχυρωμένες και μεσίστιες σημαίες απ’ τον καιρό μαστίζονται.
Σ’ εφηβικές γενναίοι ονειρώξεις μετενσαρκώνονται.
Κορίτσια ανέμελα ανταλλάσσουν νεανικές φωτογραφίες τους.

Με βρήκαν στις παγάνες και μου λέγαν τώρα μ’ ένα βόλι έρωτα θα
πάς. Όχι φώναζα ‘γώ θέλω να ζήσω. Και ποιος σου λέει πως δεν ζουν όσοι με θάνατο μεθύσουν;

Βρήκα έναν έρωτα που αποκαλώ Χειμώνα έχει κλώνους για στολίδια και χειμερινά λουλούδια παπαρούνα κι ανεμώνα ‘σημοχιονισμένα φρύδια και στα μαρμαρένια χείλη ρίγη κρίνα ‘κουμπισμένα μάτια κόρες άγριο μέλι.

Όλο μου αρέσει και τόνε πειράζω τούφες από τα μαλλιά του χιόνι του τινάζω και πατημασιές αφήνω πάντα το προσέχει στο λευκό δρομάκι, έγνοια που το έχει.

Εν ταις μάχαις έξεστιν τοις εσχάτοις αγαθούς έσεσθαι.
Νεοπτόλεμοι παρθένοι καθαρόαιμοι με της εκκλησιάς το δόρυ σφραγισμένοι.

Κάλυξ της καλογραίας νέας για το τακτό καθήκον της παρένθετης ου μνησθήσεται μητρός του δε πατρός το όνομα θα παραλάβει θάλασσα, να το ξεβγάλει κύμα, στο κορεσμένο κλειστό διάνυσμα μεταξύ των δύο σταθερών προ αναφερόμενων σημείων σύλληψης και απόλυσης.

Ο απελάτης από την Σίκινο τις ώρες του διωγμού αναβίωνε.

Θα ‘χομε τότες επιστρέψει στο σκοτάδι που προήλθαμε και λημερίζαμε προτού να συμπτωματικά συναντηθήκαμε υπό φωτός περιοδεύοντος φανού και υπνωτισμένοι περιπολήσαμε μεσ’ τις αποκριές του δωρικού μας συσχετισμού μη εύροντες άλλο τι παρά θυμάρια βότανα και πέτρα αχαΐρευτα ορεινά κι εσωστρεφείς αμμούδες και να, ξανά κλωθήκαμε χαθήκαμε.

Πλείονες πληρώνουμε μια θητεία κάτεργα και τέλος πιστεύουμε.
Τα δάκρυα που πέφτουν απ’ τον ουρανό δεν είναι αγιασμός Πλειάδων, παρά η θεία μας βροχή, με τη μανία που έχει να μας ξεπλένει τα ίχνη.

Βολβοί πρόσω στυλωμένοι σίδηροι κόρες διαμέτρου ορθάνοικτες, δέσμες βλεμμάτων αντιπαράλληλα
καρφωμένες απαρέγκλιτα στην ουράνια απόκλιση.

Μάνα Γη μου έσκισες τα πόδια, τα πεδία σου μου μοιάζουν.
Ατελεύτητα.
Υιοί και θυγατέρες, παιδιά στα χέρια και στα μάτια της μανάδων τους, εργατικά χτισμένα με τη δικαιοσύνη που κατατέθηκε, για καλό και για κακό δεσποτικά ερήμην ορκισμένα υπηρετούν την ίδια νήνεμη βασανισμένη πίστη.

Ένα πολύ προσωπικό αγγέλου πόθος εκμυστηρεύθηκε αργά μια προσευχή υπόσχεση παράβαση και
νόθος ένα του μέλημα ανεξόφλητο και όρθρος κόμπος στο στήθος φορτικός να πάρ´ ευχή.

Μόλις αδειάζει το φεγγάρι εξανδραποδίζομαι και μετανοώ στον αιώνα τον άπαντα.

Ευδοκίμως αποστρατευθείς γράφει κάθε φορά η εύφημος μνεία.

Οι αλυκές ταιριάζουν στους χειμώνες στα βράχια τους μετέωρα ‘νασαίνουνε στα βραγχειά τους θαύματα μετεωρούν άγρυπνα κύματα αναθήματα Ερμιόνες.

Ένα ακούμπησα στο χιόνι αλμυρόχρωμο κοχύλι, τις πτυχές του ξεδιπλώνει αγάλι, και μια
πεταλούδα πάλι τα φτερά της αποθέτει σε μαρμάρινο ακρογιάλι.