Από τα έπη των παγετώνων στις προφητείες του απροσμάχητου συχνοϊσχοϊχνογραφώ την αμετροεπή υστεροφημία. Με κιμωλία ‘ναγράφω στρογγυλεμένα τα ονόματα μνημεία των εναρέτων. Οχυρωμένες και μεσίστιες σημαίες απ’ τον καιρό μαστίζονται. Με βρήκαν στις παγάνες και μου λέγαν τώρα μ’ ένα βόλι έρωτα θα Βρήκα έναν έρωτα που αποκαλώ Χειμώνα έχει κλώνους για στολίδια και χειμερινά λουλούδια παπαρούνα κι ανεμώνα ‘σημοχιονισμένα φρύδια και στα μαρμαρένια χείλη ρίγη κρίνα ‘κουμπισμένα μάτια κόρες άγριο μέλι. Όλο μου αρέσει και τόνε πειράζω τούφες από τα μαλλιά του χιόνι του τινάζω και πατημασιές αφήνω πάντα το προσέχει στο λευκό δρομάκι, έγνοια που το έχει. Εν ταις μάχαις έξεστιν τοις εσχάτοις αγαθούς έσεσθαι. Κάλυξ της καλογραίας νέας για το τακτό καθήκον της παρένθετης ου μνησθήσεται μητρός του δε πατρός το όνομα θα παραλάβει θάλασσα, να το ξεβγάλει κύμα, στο κορεσμένο κλειστό διάνυσμα μεταξύ των δύο σταθερών προ αναφερόμενων σημείων σύλληψης και απόλυσης. |
Ο απελάτης από την Σίκινο τις ώρες του διωγμού αναβίωνε.
Θα ‘χομε τότες επιστρέψει στο σκοτάδι που προήλθαμε και λημερίζαμε προτού να συμπτωματικά συναντηθήκαμε υπό φωτός περιοδεύοντος φανού και υπνωτισμένοι περιπολήσαμε μεσ’ τις αποκριές του δωρικού μας συσχετισμού μη εύροντες άλλο τι παρά θυμάρια βότανα και πέτρα αχαΐρευτα ορεινά κι εσωστρεφείς αμμούδες και να, ξανά κλωθήκαμε χαθήκαμε. Πλείονες πληρώνουμε μια θητεία κάτεργα και τέλος πιστεύουμε. Βολβοί πρόσω στυλωμένοι σίδηροι κόρες διαμέτρου ορθάνοικτες, δέσμες βλεμμάτων αντιπαράλληλα Μάνα Γη μου έσκισες τα πόδια, τα πεδία σου μου μοιάζουν. Ένα πολύ προσωπικό αγγέλου πόθος εκμυστηρεύθηκε αργά μια προσευχή υπόσχεση παράβαση και Μόλις αδειάζει το φεγγάρι εξανδραποδίζομαι και μετανοώ στον αιώνα τον άπαντα. Ευδοκίμως αποστρατευθείς γράφει κάθε φορά η εύφημος μνεία. Οι αλυκές ταιριάζουν στους χειμώνες στα βράχια τους μετέωρα ‘νασαίνουνε στα βραγχειά τους θαύματα μετεωρούν άγρυπνα κύματα αναθήματα Ερμιόνες. Ένα ακούμπησα στο χιόνι αλμυρόχρωμο κοχύλι, τις πτυχές του ξεδιπλώνει αγάλι, και μια |