Αλμυμόνη

Σύνθεση Αντώνιος Κεραννύς & Κώστας Τζέρπος 1996.
4 Track recording & παραγωγή Αντώνιος Κεραννύς 1998, Μίξη Γ. Πρινιωτάκης 2008.
Κάμερα video editing & παραγωγή Αντώνιος Κεραννύς 2015.

 

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #11

nex me pathipf
— Photographer Theo Stamatiades.
Παιανίζω έναν ανέσπερο συλλαβισμό “νεδ πα μελίν αβώμ εχμεπαθίφ”.
Ο βόμβος κάθε τόνου προδίδει τον παλμό των σωμάτων που έχουν
συνάψει ακούσιο ομόλογο με την ελικοειδή μοίρα του μαύρου
συντρέχοντος και κάθε εσπέρα ξοδεύονται να συντονίζονται με τις
κωδωνοκρουσίες ενός ακόμα καλέσματος του μυροβλύτη.

Το μήνυμα αντηχεί από ώρα έξω απ’ τα τείχη. Επανέρχεται με
αδιάκοπους παλμικούς κυματισμούς του θαλάσσιου πέρατος που
περιβάλει. Ακροθαλάσσι μαζεύει τις προσφορές που έφθασαν, τις
βάζει στην άλλη χούφτα κι έπειτα ξαναπλώνει. Είμεθα έγγυστα ονείρων,
ίχνος πατούμε παραμένει χνώτο.

Οι αθάνατοι αναχωρούν. Αφήνουν πίσω τα σανδάλια τους και
την καρδιά του εφηβικού ερώτων τους. Με πρόσχημα εμφανίζομαι για να
συντρέξω το διάνυσμα που άπαξ το ζεύγει με το δις, με τον ληγμένο ναύλο
ήδη μια φορά στην τσέπη. Χρήζω το πέλμα στο σανδάλι.

Παλινδρομώ στο ανόητο διάνυσμα με τιμή περιόδου ” t = ο γνωστός αριθμός x”,
που παρουσιάζεται στα σχολικά συγγράμματα ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα,
εύκολο οι μαθητές για να θυμούνται.

Θα μαζέψουμε ξανά τις φράουλες ημίγυμνοι με τάξη ανάμεσα τα γραμμωτά ριζώματα.
Θα δείξει η λίμνη ορατούς ομόκεντρους παλμούς μετά το πανηγύρι αργά πιωμένοι κι
άμυαλοι. Θα μένουμε ξυπνοί στα ξημερώματα καθ’ όσο ωστικές σάρισες θερίζουν απ’ τα χέρια
μας τα σώματα.

/πλάγιος/

Επήρα αίμα πληγωμένο του φτερού πουλί
στάλες που έπεσαν βροχή στο μάγουλό μου.
Να ‘ναι ιδρώτας από το κοπιαστικό μου όνειρο;
(…)

Τεντώνω χέρια, απλώνω χέρια, σφίγγω στις
χούφτες το σεντόνι, θαλασσινό της προσμονής και
πύρωμα τα μεσημέρια, σεντόνι που το κέντησα με
άνεμο στις εξοχές των ποιητών ωραία είν’ τ’ αστέρια
σεντόνι που το κέντησα με άνεμο, το λεηλάτησαν κορμιά
και καλοκαίρια.

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #10

Όμνυμι
— Photographer Theo Stamatiades.
Βαθύ στο αίμα έπεσε ο ιδρώτας τιμή στον κόπο των ανθρώπω, ριγώντας και των αλόγων τον απολιθωμένο αφηνιασμό και στο βυθό που κατάβη άνοιξε η αυλαία. Οι τεθνηκώτες πρόσκαιρα συντονισμένοι -ύστερα πάλι χαοτικά παρευρισκόμενοι αφηρημένοι, με τον ίσκιο αλλοπρόσαλλα σφαδάζοντας στη θέση που τους άφηκεν Θεός- υψώναν με υπάκουη βουλή τα κέρινα σημαδεμένα χέρια. Ευκάλυπτος κι ευωδιά υπόρινης σταφύλης καταδράμη κι από ψηλά ως καταδίκη ακούσθη ο πρώτος όρκος πέτρινος και μες’ από στεγνά πηγάδια αντήχησε.

Όμνυμι φίλο ν’ αρνηθώ , να ασπασθώ με άγνωστο, κελεύομαι να πω με ποιους θα πάς και ποιον θ’ αφήσω. Σας ξορκίζω φίλοι και τάσσομαι με ανδρειωμένο χωριστό παράδεισο. Αποτάσσομαι το αργόσχολο ξημέρωμα της εύφορης εφηβικής νυκτός και νέκταρ που νέο μεταλάβαμε κοινά κηφήνες στ’ αμπέλι ακαδημίας Δευτέρα ανέσπερη χέω σπονδή για το σκυλί που φυλά την ξένη πύλη και θα δεχθεί με να εισέλθω. Είναι ξανά η ώρα εκείνη . Τάφοι τωραπάλι έχουν αδειάσει και επιτύμβια τα κάλυψεν η άλγη. Μον’ κρύψω φωτογραφίες των πρόγονων που ‘ναι διάβολος. Ήρως αγνοείται. Σε  δίκη λαϊκή δικάζεται η Τριάς και στ’ όνειρο μου βρέχει.

Θάνατος πρώτα για τους λόγιους αυτούς τους κόρακες που ζουν διακόσια χρόνια, κάρβουνο από το κορμί αρχαίων δέντρων, μύστες μετέωροι κι αρχέτυποι, που κοινωνούν στα πάντερμα όρη το κρυπτογραφημένο μύρο μυρίων ετών, σε κόρφο βραχλερό μεταλαβαίνουν τη μέρα μέρα και δεν τους πιάνει μάτι, /σημαίνει πως δεν τους λογαριάζει ο κλήρος/. Δεν είναι αιρετοί μα υποσχετικά χρισμένοι στο ζωοφόρο αντίκρισμα, κόρακες το ξέρουν δαύτοι, εισαγγελείς του απόκοσμου παρακαλέσματος.

Ξεχασμένο πικ-νικ Forgoten pik nik

Ούτι, κρύσταλλο, τενεκές, άνεμος. Ηχογραφημένο σε τετρακάναλο κασετόφωνο. 1998
Ud, glass, tin can, wind. Recorded in a 4-ttrack tape recorder.

 

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #9

έφτασες στη γη του πυρός— Photographer Theo Stamatiades.
(Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #9)


Έφτασες στη Γη του Πυρός Θοδωρή; Έβαλες στο πόδι όλον αυτόν τον ανάποδο στενό κατήφορο! Ξέρω, έχει η ανάσα σου ψηθεί στου Λαμπατάρη τις φωτιές. Τα παλαιά σου γράμματα εκατακάψαν το συρτάρι. Θυμάσαι το κόλπο; Απ’ τον παππού δράκο που μάσαε τσακμακόπετρα και χνώτιζε φωτιά ο περίεργος βήχας του, τσουρούφλιζε τα μούσια του κι έπειτα γελούσαμε; Γελούσαμε και αναστενάρηδες πατούσαμε το φλογισμένο από τα μαλλιά του Ήλιου πέλαγο, περνώντας το πλανώριο /πλανάται /πλανήτης /πλανεύει / πελασγινό μονοπάτι μές’ στη θάλασσα, με αντρειωμένη βούληση ανήκουστη από τότε. 

Ωρίμασαν κι εκεί μήλα των εσπερίδων, ο Λάδων το θεριό με τα εκατό κεφάλια ο ποταμός τα έθρεψε• στον κήπο αποκοιμιούνται οι δέσποινες με τα λυμένα μάγια κι οι πόθοι τέχνας κατεργάζονται. Κάνω λάθος, μα κι εκεί έναν προφήτη περιμένουν. Μη με ρωτάς, εγώ μανάχα έχω να δείξω το ζωντανό σκαθάρι πού ‘χω κρατήσει θησαυρό απ’ την έρημο• συ να προσεχτείς γιατί κι αλλού έχεις ταιριάξει με τις Γραφές. Δες μη βρεις και την καρδιά μου, κάπου κι εγώ την έχω αφήσει δίχως μνήμη. Μην είναι πέτρα έχε νου και θα βρεις από κάτω κει σανδάλια και σπαθί.

Ο Τρελός αρματώθηκα και λεω, θα βρω ανατολή να πολεμήσω• οι μέρες καλπάζουν με ρυθμό αφοπλιστικό. Φορώ και την ασπίδα που δανείστηκα κι ανεφέλωτος κινώ με γεύση από σίδερο στα παιδικά μου χείλη. Και βάλθηκα έρμος να βαδίζω και να τσαλαβουτώ τα πέλματα, την άμμο τινάζοντας το βήμα βήμα. Πυρόξανθη καυτή κι από ενέργεια χολωμένη ηλιοπαρμένου ανέμου, που μήτε νεφί δε στέργει ατελέσφορα τη ράχη να σκιάσει, παρά στο άρμα του θεού στη ρόδα εκμηδενίζεται, όποιο αναιδές λουλούδι το δίχως αύριο αψήφιστα εναντιώθη.

Πίσω μου ένας Λεβάντες της Ερήμου την τακτοποιεί με υπομονή αποτελεσματικά ξανά στη θέση της κι αυτός ο τόπος να μη μου κρατήσει μνήμη. Ο αλεξίνεφος εργάτης δουλεύει όπως η θάλασσα τους αμμολόφους με πινελιές κυματισμούς και μόνο γελά τριγύρω η υπνωτιστική μαρμαρυγή του γαλήνιου απείρου. Ο ουρανός έχει σταθεί στο Λέοντα, με τις ελπίδες αρπακτικά βαλμένες στο Γενναίο Στοίχημα. Κι άλλοι έχουν ζωστεί τον κλήρο τους με χέρια ρωμαλέα.

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #8

fisherman's

— Photographer Theo Stamatiades.

(Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #8)


Η Νηρηίς αδειάζει τη θάλασσα, χορεύει για μένα ξένε ή για σένα;
Τα μάτια της γεμίζουν από το νερό της νιότης.
Ένα νησί για τη Σαπφώ αναδύεται μέσα στα αίματα.
Ένα περγαμόντο μεταιωρεί πάνω από τις καπνοδόχους των σπιτιών του
και το Σέλας γλυκά σταλάζει στην τροπόσφαιρα. Κοχλάζει το λίκνο
των αρχαίων γλάρων και ανυποψίαστος της ολικής εκλείψεως το αποφάσισα να πάω,
άπελπις μα τον Άγιο Σώστη, με στοίχημα την υφήλιο, βαστώντας τα Δωδεκάνησα
στην παλάμη και παζαρεύοντας τη νέα Μεσόγειο.
Ο Άτλας ήταν ο πρώτος που γελάστηκε και δοξάστηκε με την ήττα του από
τον ξενιτή που έσπειρε τον όλεθρο. “Θα περάσω με το κύμα και τις ορδές
των Σαλτιμπάγκων, ομογάλακτος τω Πατρί” συλλογάται και το βρέφος της
Ιοκάστης δαγκώνοντας το ανάκτιο (ανάξιο) κεχριμπαρένιο κομπολόι.
Πόσες σημαίες βλέπεις εδώ γύρω, πόσους ακολούθους, είμαστε εσύ κι εγώ κι ο γκρεμός αυθάδη.
Ο δαίμων της μητρός επιβαίνει τον αιθέρα και σε
άχτιστο (άτεγκτο/άτακτο) λαβύρινθο με κατατρέχει.

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #7

(Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #7)

(στον ποιητή Πορφύρα)
Ήτανε τόσος ο χαμός και πάφτωχη απαντοσύνη, οι 
Αθηναίοι 'ξασθενημένοι με τα εφήμερα έντομα και 
μια παράταιρη βιασύνη συχνά επρόδιδαν το φως.
Βουβάθηκαν οι κάνες των δε σπαθιών οι λόγχες 
σωπαίνουν στα θηκάρια, αλλοτινή στη μάχη 
δόξα οι κόψεις τους κομίσαν στ' αντρειωμένα 
χέρια από τα παλικάρια, μα κείνα δα τα χρόνια 
εγίναν παραμύθι στα σχολικά τραγούδια και 
γερασμένα -έτη- να δουν τι δεν επρόλαβον, 
επιτηδείως έπεσαν στην πένα δικολάβων.
Η πόλη από μάρμαρο - το κλέος στο χώμα 
στύφτηκε- το ριζικό στο βράχο γυρεύει 
μέσ' στη λάσπη άργυρο.

Τη νύχτα το μικρό φεγγάρι δε φωτίζει, έχει 
στραμμένη τη ματιά του καπ' αλλού, κάποια 
κοσμογονία συγυρίζει στα βάθη αδιόρατου γιαλού.
Αργοχαράζει η αυγή στη μακρυνή αντιδύση, το 
βλέμμα στρέφουμε κι εμείς στο νέο ηλιοφώς, 
και ναυτικοί και στεριανοί και όσοι κάθε 
μέρα για τι άδηλο κι αδόκητο έχουνε πολεμήσει…

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #6

κοριτσάκι ζωγραφίζει 560
(Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #6)

Κοριτσάκι ζωγραφίζει έχει στο μυαλό του ποίμμα
 Και για λέξεις επιλέγει το φεγγάρι και το κύμα
 Στην παλέτα του πολλά δεν έχει ακόμη χρώματα
 Μόνο τ' αναγκαία έχει και του αγεριού ονόματα
 Εύρο για να φέρει απ' τον ισημερινό κυδώνια
 Γραίγο αστερόεντα και την ξενιτιά αιώνια
Ζωγραφίζει το φεγγάρι πρόσθιο, αναδύεται
 Ακροτελεύτητο, το ηλιοφώς ενδύεται
 Μες'σε νύχτα θάλασσα στα βόρεια Επτάνησα
 Και στ' ανάμεσι τους φτιάχνει βάρκα καπετάνισσα
 Ακροβατεί στην προβολή, το σκαρί ναινοερό
 Βάζει πλώρη στην αχλή, έχει πρύμνη στο νερό
Βάζει με το νου απονενοημένη πλέψη
 Δέσμευση αλλόκοτη δαιμονισμένη τέρψη
 Έχει βάλει το κορίτσι στόχο τη σελήνη
 Το τριακοστό αργύρι την ουράνια γαλήνη
Το φεγγάρι σκέφτεται θα 'ναι από μετάξι
 Η γιαγιά θυμήθηκε της το είχε τάξει
 Βαίνει στον ύπνο της κρυφά ζητά της να της πέμψει
 Από το βράχο Έρωντα και για τσι εμορφιές τση
 Από την πόλη τις κρυψές που βάζουνε δαντέλες
 Κοπέλες που ασπροφορούν και πέμπονται για γάμο
 Ώστε τα βράδια η νόνα της καθ' ο την ορμηνεύει
 Και πάει κι αυτή στη μάνα της όπου τηνε γυρεύει
 Το καράβι ναύλωσε ναύλα την ψυχή
 Δυο θ' απόκαμαν στο τέρμα ένας στην αρχή
Για να φτάσεις το φεγγάρι λεει στον πατέρα της
 Τη βαρκούλα να ναυλώσεις, είναι τετραπέρατη
 Έχει φίλους τους κουρσάρους με τα βροντερά τους γέλια
 Και τους Αποστόλους έχει με τα δώδεκα Βαγγέλια
 Λαμνοκόπους απ' τις πέντε τις γνωστές ηπείρους
 Κι απ' τις άγνωστες του λεει χρησμοδοτημένους κλήρους (...)

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #5

leaving-the-temple

— Photographer Theo Stamatiades.

(Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #5)

Απόψε έχουμε ψάρι.
 Βάλαμε στο τραπέζι το τελευταίο απόθεμα που το φυλάγαμε για το χειμώνα στη μισοφώτεινη αποθήκη, στεγνό κι αποσκινωμένο•
 το σκονισμένο ράφι έμειν' άδειο μ' ένα λαμπερό αποτύπωμα, που κι αυτό θα σκονιστεί και θ' αφομοιωθεί, ως ξεθωριάζει ο πόθος της ανάμνησης πάνω στις καφετιές εικόνες της νεότητος.
 Πάνω από το βαρύ μπουφέ μετέωρο σε ράφι με ωραία τάξη και σειρά είναι αποτεθειμένα πιάτα περίτεχνα, του καθενός αποθημένα και προσχήματα.
 Το ψάρι δεν είναι φρέσκο, όχι• μα στο τραπέζι μας η ολότητά του μοιάζει ιδανική κι απρόσβλητη• κι εμείς διστακτικοί να κόψουμε με το μαχαίρι σάρκα.
 (...)
 Πάψαν τα νεύματα και οι ματιές παγώσαν• οι κόρες διεστάλησαν στο ευθύ άπειρο,
 που συνδέει αντικριστές πλευρές οικογενειακού τραπεζιού.
 Τα είδωλα των συνδαιτυμόνων ξάκρισαν και οι λεπτομέρειες απορροφήθηκαν απ' το δωμάτιο• γίναν δικό του γνώρισμα μαζί με τις πτυχώσεις των τειχών, των σκευών, των κεριών...
 Αναμονή κι αναβλητικότητα δίχως επιβεβαίωση ή άλλο τι.
 Σιγή• απουσία ήχου και θανατηφόρα αποσυμπίεση.
 (...)
 Καθένας συνομολογούσε στην απραξία κι όταν ο πατέρας χωρίς προφανή λόγο ενστικτωδώς ανακάθισε, τρομάξαμε•
 μαζί κι αυτός, από την αναπάντεχα συντονισμένη, απειλητική (;) χορογραφία των λοιπών.
 Με την ατυχή, ανεπιθύμητη αφύπνιση τα χαρακτηριστικά μας ξεπρόβαλαν απότομα εστιασμένα και διακριτά και δεν ταίριαζε (θα προδιδόμασταν) αν συντονισμένα πέφταμε ξανά στο λήθαργο.(...)
 Απόψε έχουμε ψάρι• άχος είλει• απόψε κηδεύουμε τον Έκτορα.
 Τώρα είμαστε αναγκασμένοι να επικοινωνήσουμε...

Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #4

IMG_1117 (Απόσπασμα από τα νέα ποιήματα #4)

Μάνα Γη μου έσκισες τα πόδια,
 τα πεδία σου μου μοιάζουν,
 ατελεύτητα
 Υιοί και θυγατέρες,
 παιδιά στα χέρια και στα μάτια της μανάδων τους, εργατικά χτισμένα με τη δικαιοσύνη που παρακατέθηκε,
 για καλό και για κακό δεσποτικά
 ερήμην ορκισμένα να υπηρετούν την ίδια νήνεμη βασανισμένη πίστη
 «Ευδοκίμως αποστρατευθείς» γράφει κάθε φορά η
 εύφημος μνεία