Σπουδή σε ποίημα β΄

Λιόντες μαίνονται την κλίνην
Κύνες αφρισμένοι λυσσασμένα κτήνη
τέρας ορθάνοιχτο η καρδιά της πόλης

Νεκρός μητρός ασθμαίνει
πυρωμένο χώμα και σήπεται
γυρνώ την πλάτη στο χάος
εγκαταλείπω άναρχα
και δραπετεύω
για πέρα από τα νότια σύνορα

Βρίσκομαι να ξυπνώ στην ζούγκλα κι
άγνωστο ιδρωμένο πλάσμα βογκά
πλάι μου στάζει και γυαλίζει
Η διαίσθησή μου καλεί .
Η μυσταγωγία ξεκινά !

Ξυπνώ
Δεν αντιλαμβάνομαι που
σταματά το όνειρο ;

Μακρύ ερπετό μοιάζει χλωμό
από χρυσό γυαλί μα γέρικο
δεν τολμώ ν’ αγγίξω το κοιτώ
μεσ’ απ’ το τυφλό τροπικό
καλειδοσκόπιο της σινδόνος

Κοιμάται πλάι μου
γραία, όχι πια, νέα
σκούρα κοκκινομάλλα με
δέρμα πούπουλο

τινάζομαι όρθιος οπισθοχωρώ στο μπάνιο
με παίρνει στο κατόπι, ο καθρέπτης
την προδίδει δεν επιβιώνω την ατελείωτη
αιωνιότητα κάθε της κίνησης

καταρρέω ανήμπορος με το βάρος μου
στον τοίχο μπρούμυτα γλύφω με το
μάγουλο το κρύο γλιστερό πλακάκι το
χθεσινό παγωμένο αίμα συρίζουν και
με λούζουν τα δολερά φίδια της βροχής

Ξέρεις το παιχνίδι αυτό
το κρυφτό μέσ’ το μυαλό
το κρυφτό από τη μνήμη
μέσα στην παραφροσύνη

Ας αποδράσουμε μαζί
να φύγουμ’ από τη χαζή
του Κράτους Βιαιότητα
πεζή πραγματικότητα

Τα μάτια μας ας κλείσουμε
αλήθεια να ζητήσουμε
μια νίκη ανεξέλεγκτοι
ελεύθεροι ανέφικτη

στον Αβησσυνό του νου στα ρηχά του
Αυγερινού ξένου πόνου μακρινού πέφτει
απαλή βροχή και η πόλη βρέχεται στις
ήσυχες παρυφές της εργασιόπληκτοι πολίτες
κινούνται νευρικά υπόγειες δαιδαλώδεις
διαδρομές κατακλίζονται απολιθώματα
ποικίλων ερπετών αναζωογονούνται και
αυγατίζουν άφθονα σε σπηλιές και
δροσερά αιθέρια ύψη

οίκοι βάσει στερεοτύπου βλέφαρα
χαμηλωμένα κλειδωμένη στο στέρνο
μηχανή θηρίο χωρίς ανάφλεξη πόθοι
σβηστοί καθρέπτες διαθέσιμοι
σκονισμένοι κάτω από ανδρόγυνα
κρεβάτια ευυπόληπτα σαβανωμένα και
θυγατέρες με βραβεία σπέρματος στα
φλύαρα με έπαρση γεμάτα στήθη τους

Συναγερμός !
Έχει επικρατήσει μακελειό .

Μην σταματήσεις να σκεφτείς να δγεις
τα γάντια την βεντάλια καταγής
σ’ εκδιώκουν απ’ την Πόλη
περνάς στην ξενιτειά
γλυκύ πατρίδα έχε γεια

και ανάλαφρος και μετέωρος
εξοστρακισμένος απ’ τον ήλιο
τρέχω

σπίτια τω λοφών, το σεληνοφώς
ίσκια τω δεντρών μάρτυς μου τ’ αγέρι
άγρια ομορφιά μου, τρέχω

τρέχουμε

Προέδρου νεκρός και μπροστά οδηγός
στην άσφαλτο λιώνει κολλά ο τροχός
πάμε μαζί προς την άπω ανατολή
στην Αγία Πετρούπολη

Στον λόφο η έπαυλις θελκτική
με αφθονία ανέσεων και θαλπωρή
πορφυρή βελούδινη αρχοντική πολυτελής
απατηλή

τρέχουμε

Παρίες στην λίμνη παρεπιδημούν
κορίτσια του λάκκου το φίδι ποθούν
που ζει σε απύθμενο φρέαρ στη γη
φθάνουμε κι εμείς εκεί

Να, τα Εωσφόρα Τείχη !
Να, η Πόλη Αποσπερίτης !

Ήλιος ο Παντοκράτωρ
Σελήνη των Θαλασσών
διάττοντες την διαπασών
θα σε φθάσω
οπωσούν

Είμαι ο Υπέρμαχος Βασιλεύς
ο Ερπετός Ακατόρθωτος

Με οδούς ποταμούς
κατεβήκαμε
με καταρράκτες δάση
Αποκλειστήκαμε
από Δίστομο κι Επτάλοφο
υπνωτισμένοι αφιχθήκαμε
στη Σαλλονίκη

Και μπορώ να σας
ονοματίσω τα βασίλεια
να σας γλυκάνω
με γνώσεις γνωστές
να αφουγκράζομαι
παλάμες σιωπής σκιώδης
να ορειβατώ στα βουνά

Αιωνιότητι περιπλανιόμουν
στο επαγγελλόμενο εύπορο βασίλειο
και χαριεντιζόμουν μ’ ελευθεριάζουσες
εξόριστες Φαιακίδες
τώρα που επιστρέφω στις χώρες
ανδρειωμένων μακαρίων σοφών
νύφες νυμφίοι στην ομίχλη
τέκνα σιγής Ωρίωνος εκλιπόντος
ποιος τάχα θα ηγηθεί κυνηγός;
Μας κυριεύει νύχτα κι όστριες φάλαγγες
αποταθείτε πια σ’ ονείρων σπηλιές
ξημέρωμα μας υποδέχεται η γενέτειρά μου
ας είμαστε έτοιμος ..

Σπουδή στο ποίημα Celebration of the Lizard του J.D.Morrison

Ανήριθμον γέλασμα


Αδιαίρετη πολυσημία των λέξεων
Εκφραστικά μέσα της ποιήσεως Σημειώσεις του Κορνήλιου Καστοριάδη
https://www.uni-leipzig.de/~organik/giannis/Philosophie/Gedicht%207.pdf

“Μερικές μεταφραστικές δυσκολίες μας οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές στηρίζονταν συχνά σ’ ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής γλώσσας, κοινό πιθανώς με άλλες πρωτογενείς γλώσσες, γνώρισμα που μπορούμε να αποκαλέσουμε αδιαίρετη πολυσημία των λέξεων και των γραμματικών πτώσεων. Οι νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες δεν έχουν πλέον αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα, και οι ποιητές προσέφυγαν σε άλλες οδούς προκειμένου να δημιουργήσουν μια συγκρίσιμη εκφραστική ένταση. Αυτές οι διαπιστώσεις μας οδηγούν σε μια εξέταση των οδών της ποιητικής εκφραστικότητας και ιδιαίτερα της σημασιακής μουσικότητας της … Αδιαίρετη πολυσημία και στον Αισχύλο, στον Προμηθέα . Όταν ο Προμηθεύς, καρφωμένος στον βράχο του επικαλείται ως μάρτυρα των πόνων που άδικα υφίσταται (στ. 89 επ.) τη μητέρα του Γη, τον θείο Αιθέρα, τις πηγές των ποταμών και τις πνοές των ανέμων, καλεί επίσης το:
ποντίων τε κυμάτων ανήριθμον γέλασμα
Ας αφήσουμε τον πλούτο των τρόπων (έχουμε συγχρόνως προσωποποιία και υπαλλαγή· αναρίθμητα είναι τα κύματα και όχι το γέλιο τους) για να περιορισθούμε στη λέξη
γέλασμα. Θα το μεταφράσουμε αναγκαστικά με τη λέξη γέλιο. Όμως ένας αρχαίος Έλληνας, ακούοντας ή διαβάζοντας τον στίχο, δεν μπορούσε να μην αντιληφθεί και το άλλο νόημα του γελάω, που βρίσκουμε στο επίθετο
Ζευς γελέων,
Ζευς του φωτός, ή στην ιωνική φυλή
Γελέοντες,
οι επιφανείς, οι λαμπροί. Υπάρχει συνεπώς μια έντονη αρμονική του γελάσματος, και πιθανώς μια ετυμολογική συγγένεια με το
γέλας,
λάμψη, σπινθηροβόλημα. Και σήμερα ακόμη λέμε: Τί γελαστή αυτή η μέρα! Είναι γελαστή, διότι είναι ηλιόλουστη, λαμπερή. Όταν και σήμερα, όπως στα χρόνια του Αισχύλου, βρισκόμαστε στη θάλασσα, και ειδικά στο Αιγαίο, βλέπουμε ιδίοις όμμασιν αυτό το ανήριθμον γέλασμα, αυτήν την ατέλειωτη μαρμαρυγή των κυμάτων στο φως του μεσημεριού.”

Μια ακόμη σημασία της λέξης γελώ, γέλασμα, νεοελληνική, να προσθέσω:
με γελάσανε, γελάστηκα, με εξαπάτησαν, εξαπατήθηκα.

Κ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Κάπα

 

Αχθοφόρος ῥέμβης κιβωτός η
Νύκτα υπό λογίων αμφισήμους
νυμφίους συνοδεύεται

κόρες αειθαλείς σε διαστολή
στρατολογεί στην περιοχή της
αγρηλιάς  πυροδοτεί ριπές ψιθύρων

από το κότσι πιάνεται των
ανημέρων σκύλων με σκονισμένη σύρεται εκπνοή νωθρά στο χώμα

γρίφος του γρύλου άλυτος
στον ψυχοκάμπο έναστρος αποδιδράσκει από την σιωπηλή αρπάγη

σαλίγκαρος παραπατά καβούκι του κουτρουβαλά μια ψυχή έξω πρώτη φορά λέφτερη

σε κάποια στέρνα φίδι βέβαιο θολά μεταμορφώνεται σε βάτραχο αψηλάφητο

Αιγύπτιες γάτες αδιαφορούν και διψασμένες άρτι αφυπνισμένες παλεύουν και θηρεύονται τα πτερωτά σκαθάρια

κάθε κορμού παλμός δονεί το τύμπανο συνομιλών με την αδύναμη την παντοδύναμη στίλβη των άστρων

κέντρα βεγγαλικά κυκλωτικών χορών σε Ανδριτσαίνη και Ανδρομέδα υποδηλώνει την μοίρα των πλασμάτων

την ενσαρκώνει ένα πτερό κολάρο καπέλου ψάθινο φορτίο αλύγιστο

Η Νύκτα κρύβεται παντού, στις στέγες μα και στα γιοφύρια, στην ερημιά και το κενό δεν είναι άδειο, γεμάτο αγρύπνια είναι

Μπονώρα πλάγιασαν οι Αγγέλοι περιφρουρήσαντες γονυπετείς την στέπα προπατορική

ολίφαντες βαρύγδουποι και δόξασαν με πίδακες εκτιναγμού υδάτινου οάσεις πήλινες κτήνη ασύμφορα

προαιώνια κατατρέχθηκαν και κατατέθηκαν σε ύπνο με σαϊτείες χάρτινες

Χνάρια προδίνουν το βήμα βήμα, χείλη με εύγλωττη αποφασιστικότητα, χέρια με τα αργύρια, μάγουλα με αναφιλητά

γλώσσα μικρό τραγούδισμα και βγαίνει στον αγέρα ένα φθινοπωρινό μπαλκόνι το κλαρί αφήνοντας στέκεται στο έδαφος και κουρασμένα φύλλα γίνεται ντοπιολαλιά.

Τα μάτια μου αποστράφηκαν τον ήλιο γυρέψαν επιφυλακτικά στο σκότος, ρομφαίες ν’ ακολουθούν θαμπές σκιές,

στα μάτια προσκολλήθηκε εικόνα ατσαλένιας νιότης ευχή στον άγγελο, ρωτώνε το : «-Για πάντα;»

Για πάντα αποκρίνεται και καταφατικά γελά μου σύρει πέπλο απά στο βλέμμα.

Έτσι ώστε πάντα ήσουνα Μεγαλόχαρη κεχαριτωμένη μεσ’ των βροτών τ’ ανάστημα

γι’ αυτό πυρόξανθη στεκόσουν στην άκρη βράχου Μετεώρων και πίσω σου ο Διάβολος και κάτω σου αφορισμένη μαύρη θάλασσα

γι’ αυτό σου κάθε μελλοντική απαρχαιωμένη εικόνα σώματος που αποστάτησε κι απόγινε σάψαλο ξύλο τίμιο δικάζεται ανίκητη,

Χριστέ! Που δεν κατάλαβα για ποιάν μιλώ σαν βλέπω τον υιό μας να καταφθάνει για την θέση μου, λέων αψίκορος και τον κοιτάς μειλίχια.

Που να βρίσκομαι απόψε
Πίσω από το παραθύρι
Να μαζεύω τη βροχή
Τα μαλλιά μου πιάσε κόψε
Κι ως να πέφτουνε στη γη
Ας μου κάνεις το χατίρι
Αν μαντέψω τι έχεις όψη:
– Τ’ ουρανού το κάλεσμα.
– Όχι.
– Το γαρύφαλλο ακρωτήρι!

 

Αυγή Μ. Παρασκευής

Αυγή Μεγάλης Παρασκευής
βρήκε πολλούς αγρύπνους ήταν
εκκωφαντική μεσ’ το σκοτάδι της
η Νύκτα στέρεψεν ο ουρανός το
βράδυ τα ρούχα στις αυλές είχαν
πετρώσει πουλιά και ξάρτια στο
απάγκιο της Καπερναούμ πνέαν
ακοίμητα τι να συνέβη και μας
κόπηκε η ανάσα; Το πρώτο γεύμα
αλγεινή τροφή να φοβερίζει; Ένα
παιδί παράφορα το αποκαλύπτει
τρέχει στους δρόμους λες και θέλει
να ξεφύγει μια κραυγή και δεν το
προλαβαίνει. Σταύρωση!
Σταύρωση.
Παράταιρη της εποχής
ετούτη η λάσπη
Των ομματιών τους αίρουν
άρον άρον οι Επίδικοι .

Primavera

Παιδιά γελούν
πουλάκια κελαηδούνε
άνθη στο κρύο πρόβαλε
κάτι απ’ την νύκτα έμεινε στην μέρα
δεν λογαριάζει πάει παραπέρα
άνθη στο κρύο πρόβαλε δαντέλα
στο μελισσάκι της φωνάζει, έλα!
Του Φεβρουάρη νεαρή νυφούλα
μου ‘πε με καρδιά καλημέρα

Μα η καρδία μου είναι σκοτεινή
άλλο έχει ξόρκι πάνω της
Γέροχειμώνα είναι θυγατέρα
στον ψυχοκάμπο γοερή φλογέρα
όμως εκείνη επιτακτική
άνθη στο κρύο πρόβαλε
άνθη φορά και ντύνεται λευκή
και φωτιές ανάβει στα πέρα

Φωτιές το βήμα βήμα ξεπηδούνε
κόκκινοι κρίνοι βιόλες πασχαλιές
από τα λαμπερά μαλλιά της γύρη
άνεμοι σπόροι δώρα πανηγύρι
ο πονηρός ο Μάρτης θέλει κάτι
και η ψυχρή καρδιά μου με γινάτι
και η ψυχρή καρδία μου θέλει κάτι
στέρνο τρυφερό και να γείρει

Να γείρει ο Χιονιάς απά στην γη
κι ας αποκοιμηθεί αρματωμένος
το μυστικό να κρύψει στο θηκάρι
μην’α το βρει διαβάτης παλληκάρι
κι ο ζωηρός ο τέττιξ ας ξυπνήσει
και μέσα απ’ τις συκιές να ξεφωνίσει
το μυστικό κι αν τύχει και το βρω
θα πω στον Αυγουστή να το πάρει

Σπουδή στο ποίημα Dansa De La Primavera των Maria Del Mar Bonet / Gregorio Paniagua

Εκείνοι που αγρυπνούν… (s01)

(Χρονικό ανυποστάτου ύπνου) (s01)

… ζουν ακόμη μια ζωή κρυμμένοι
… βλέπουν τον σύντροφό τους στον καθρέπτη
… δέχονται μαχαιριά και στέργουν
… περισυλλέγονται από ασθενοφόρα πριν βραδιάσει
… ερήμην του φωτός παρηγορούν τον ήλιο
… δεν έχουν υπομονή
… ονειρεύονται πρώτοι
… δίνουν και του δαίμονα
… ξαναρωτούν την αυτήν ερώτησιν
… λένε τον χρόνο τόπο
… αγαπούν τον λύκο
… διαλύονται ησύχως
… είναι αλήτες και νοικοκυρεύτηκαν
… μένουν στο υπόγειο
… τείνουν την χείραν άδεια
… νίπτονται στον Γάγγη
… είναι Οκτώβρης
… είναι ξένοι
… καθαιρούν συνθήματα από τοίχους
… μοιράζονται την μοναχική θέα
… έχουν πικρή γεύση
… βρίσκουν στην τσέπη του παλτού σουσάμι
… έχουν υπηρετήσει
… ενηλικιώνονται Νοέμβρη
… απιστούν
… μαζεύουν τα μαλλιά τους για δουλειά
… καίγονται όμορφα
… δέχονται επισκέψεις
… αναλαμβάνουν ανεπίδοτη αλληλογραφία
… έχουν επεκταθεί παρόχθια ώστην έρημο
… στέκουν λαγοί ακίνητοι μπροστά στα φώτα
… πίνουν από την στάχτη
… την τελευταία ευλογία παρακούν
… μετά την τρίτη βάρδια
… στριμώχνονται στην πόρτα με τον κλέφτη
… sometimes take physical form
… φέρουν σταυρό απ’ την μεριά της πλάτης
… φορούν ένα πετσί πάππου προς πάππο
… παθαίνουν αμνησία
… είναι βεβηλωμένα αγάλματα
… και σχολιάζουν
… και κάνουν πως δεν βλέπουν
… ένα βήμα πριν το επόμενο
… εφ’άπτονται
… jingle paper bags
… και η απουσία είναι γεμάτοι κόσμο
… κάνουν την γραφή καθέτως
… και οι λιμουζίνες έχουν μπουκάλια για καθέναν
… δέχονται μηνύματα από διαβόλους που τους αποφεύγουν επιμόνως
… sometimes let you get away with it
… είναι mansur στα χαμηλά στις 04.00
… είχον εσπέραν νίψει πόδας Κυρίου
… είναι δορυφόροι ανέλπιστου απέλπιδος πλανήτου
… ξέρουν από βέσπα
… διαβάζουν και τους μύθους
… είναι θανατηφόρα νάρκισσοι
… εθελοντικά
… αντί να κλαιν γελούν
… are making room for someone else
… επειδή σου λείπουν
… θα ζήσουν την ζωή στον τελευταίο γύρο
… εγρηγορούν ή ραθυμούν
… προδίδουν ένα μισό του εαυτού τους
… έχουν το κρασί και λάδι
… συμφιλιώνονται
… ήντονε μαύρογενιοφόροι
… παρουσιάζονται ως 28χρονοι ρωμαλέοι γέροι
… γουστάρουνε θαλασσινά πρωραία
… διαμένουν στο χωριό που πιάνει το καράβι
… και ασεβείς δράκοι
… δισέκτως παρελαύνουν
… are ringing the root and some sirens and then some rival noises
… are used for spell crafting eventually
… ανασταίνονται δεν
… ανατάσσονται
… κλαίν από τα γέλια
… are clever but don’t make a difference
… τα ρούχα που φορούν, δεν τα βάζουν άλλοι
… και το βαρύ το σύννεφο σκιάζουν τον ήλιο
… και ο ήλιος, τους πατά βαρύ το σύννεφο
… και οι κακοί, χάνουν στις ταινίες
… την πρώτη μέρα θα κοιμηθούν στο πάτωμα
… και οι ακροδέκτες σπινθηροβολούν
… γίνονται εντοπίσιμοι
… απέχουν ένα ποτέ μακριά απ’ το πάντοτε
… το καλοκαίρι
… αφήνουν κι ένα βότσαλο με το φιλοδώρημα
… αποδεημούν με τις αγριόχηνες
… απομένουν απότοιχοι αρχαίων μηνυμάτων
… χρήζουν επετείων αποκαταστάσεως
… keep an empty armchair bedside
… if acquire consciousness, make true
… αν χαρούν, βγαίνουν στο φως
… give moon a break

εκείνοι που αγρυπνούν …
… never been so broke they couldn’t leave town

Χάσαν

Σου τ’ ορμήνεψαν μπρε Χάσαν
Χάσαν Ντεμπρελί
φυλακή δεν είναι canım μόνον το κελί

Το γιοφύρι δεν θ’ αφήσει
για να το διαβείς
απ’ τη Δράμα στο Δεβρένι να δραπετευτείς

Ρίξε τουφεκιά προς τ’ άστρα
πέρα ν’ ακουσθεί
ως τις φυλακές της Δράμας για να φοβηθεί

Το ποτάμι είναι πέτρα
αίμα και χολή
οι σταυροί που στήνεις Χάσαν γίνονται πολλοί

Στο βουνό το λέει τ’ αηδόνι
γκιώνης το λαλεί
την αγάπη σου απαρνήθης το πιστό σκυλί

Σ’ έχει μάνα σ’ έχει άντρα
Χάσαν Ντεμπρελί
Χάθηκες και σε ξεχάσαν μαύρο μου πουλί

Ρίξε τουφεκιά προς τ’ άστρα
πέρα ν’ ακουσθεί Χάσαν
στα κλειστά κελιά
Να χαρούντε τα δικά σου Χάσαν τα πουλιά

Σπουδή στο λαϊκό ποίημα Drama köprüsü Hasan dardır geçilmez

Ήμαστε παιδιά

Σαν ήμαστε παιδιά σαν ήμαστε
κοχύλια σε μια φωλιά μικρά
πουλιά μέσα στην αμμουδιά πρώτα
γελούσα εγώ σαν έκανες αστεία
πως θα κρυφτείς και δεν θα μου
ξαναφανερωθείς

άλλοτε τάχατες πως από ψηλά
άστρα που έπεσαν από την
αγκαλιά της νύχτας την βουβή
στο πρωινό το κύμα κι αίφνης
θαρρείς ήλιος ψαρρής ευλόγησεν
νωρίς

στ’ αστεία γέλασα όταν εσύ στο
πέλαγο έγινες τάχα νησί
στις χούφτες της ακτής οι
δίνες παραδοθήκαν με τον
ξανθόν απατηλόν ανάλμυρον
αφρόν

η νύχτα η βουβή στο αργυρό το
κύμα με την θολή θραύσμα γυαλί
όψη παραβολή

Σπουδή στο ποίημα Charade του Johnny Mercer (σε μουσική του Henry Mancini)

Απρίλη

 




Εμέναν ο
Απρίλης δεν
φελάει είναι στα
ψέματα οι αλήθειες
πού ’χει πει σ’ άδεια
χωράφια στέκει
καρτερεί
δρέπει της λησμονιάς
ανθό καρπό μην φάει
της άρνησης γλυκό νερό
παρακαλά μένει την νύκτα
στο σταθμό παραμιλάει
επίμονα μονοπωλεί την
ώρα που φανατικά επιτιμούν
οι ζωντανοί άλλωστε μέρες
μετρημένες του χρωστάει
επίμονα μονοπωλεί την
ώρα που φανατικά επιτιμούν
οι ζωντανοί κι εγώ για κείνο
ειδικά προσωπικά θα προτιμώ
τον Μάη
April’s got me
for a fool the
truths he told are
lies in empty
fields he’s lurking
and he waits
to cut the blossom
of oblivion to not
bare fruit a denial
sweet as water stays
in stations at night
talking alone hogging
persistently the time
fanatically the hopeful
honor of nevertheless
he’s owed immortal
days hogging persistently
the time fanatically the
hopeful honor of
personally about the matter
in question I would prefer
May
  • Επιτιμώ: όχι με την έννοια “επιπλήτω” ή “μέμφομαι”, αλλά “αποδίδω το αξίωμα αποψιλωμένο από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις”
 

Ι Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

 

 

 Ιώτα 

Η Νηρηίς αδειάζει την θάλασσα, σκάβει στο πέλμα την ράχη Γιλβραλτάρ.

Χορεύει για μέναν ξένε, μά για σένα; Η νιότη γεμίζει μπλε νερό απ’ τα μάτια της.

Τιτάνας μονάχος δίνει την χαίνουσα φλέβα. Κορίτσι νήπιο μαθαίνει συλλαβισμό. Bρέχει στον Πόντο την ποδιά της.

Περγαμόντο μετεωρεί από τις καπνοδόχους πάνω των εγκάτων. Σέλας γλυκά σταλάζει στην τροπόσφαιρα εκτονωμένο και παραδίνεται.

Το ψεσινό πύρωμα ανακτά την μέρα με ασθενή μέθη δίγλωσσης ζάλης.

Τέττιγες ιερουργοί τρικνίζουν το αντίρρυθμον.

… . / -.- .- .-.. — / -. .- / . .-. – …. . .. …

Πάλ-σαρ .. πάλ-σαρ ..

Αραρίσκω τον παλμό του αποκόσμου κόσμου. Αριθμοδοτώ ημέρες. Μία στη μία τις ξαποστέλλω πανταχούδ’ ευθύβολα. Διεγείρω ρυθμικά το οπτικό νεύρο. Καταναλώνω την ιδανικότητα της παρουσίας.

Η τρίτη απ’ τις αρχαίες προφητείες λαμβάνει πέρας.

Στάχτη φέρν’ η Όστρια και σύννεφο πηχτή, ύστατη άστρου ανάταση αντίδωρον και ανταλλάσσει το στερέωμα.

Λίκνο κοχλάζει των αρχαίων γλάρων. Πατούν μετέωροι θερμές εκφάνσεις. Εκτείνονται ως την Παναγιά σε διαστολή κι αφιερώνουν φτερωτό οπλισμό.

Κάβουρες οστρακόδετοι αναμασούν την άμμο. Για τη Σαπφώ αναδύεται νησί μές’ τα αίματα.

Aνυποψίαστος της ολικής εκλείψεως το αποφάσισα και πάγω, εύελπις μα τον Άγιο Σώστη.

Με στοίχημα την Υφήλιο, βαστώ τα Δωδεκάνησα στην παλάμη και παζαρεύω τη νέα Μεσόγειο.

Να γελαστώ ύστατος Άτλας, να δοξαστώ από την ήττα μου. Του απελάτη που έσπειρε τον όλεθρο σιμά ‘πό τις πορτοκαλιές.

«Θα περάσω με το κύμα, με τις ορδές των Σαλτιμπάγκων, ομογάλακτος τω Πατρί» συλλογάται και το βρέφος της Ιοκάστης, δαγκώνοντας ανάξιο κεχριμπάρι.

Δαίμων μητρός επιβαίνει τον αιθέρα και σε άτεγκτο λαβύρινθο με κατατρέχει.

Στην ερημιά του μεσοπέλαγου της πανσελήνου η τιτάνια παλιρροϊκή ισχύς γαλήνια είναι ήρεμη είναι ασημοθώρητη

σε υποβρύχια ηφαίστεια ολιγωρεί κι η απραξία της είναι παραπλανητική είναι κρυμμένη μέσα σε παραπέτασμα θαλασσινό έτος δεν λογαριάζει χρόνο δεν συλλογίζεται σε βάθη απύθμενα εκεί οπού ίσκιος αρχιπελάγους πέφτει βαρύς και δε βιούν φαντασμαγορικά κοράλλια και μόνο όντα αυτόφωτα βρίσκονται στα απύθμενα.

Πλάι στα τσακίρικα νερά της Ινάτου σε σπήλαιο άνασσες κάνουν σπονδές.

Ειλείθυια ονόμασαν τη δύναμη που αποτείνονται ανώδυνος να ‘ναι ο τοκετός της γέννας του νέου βασιλιά.

Στη σπειροχαίτη του γαλαξία η πανσέληνος μετεωρεί, πλανάται στη μαύρη άβυσσος και κοσμογονεί.

Της Ανδρομέδας το σκοτεινό φιλί πάντοτε θα γευτεί, όμοια το μέσα μου παιδί έχει μαρμαρωθεί.

Ομοιάζει με του Σεπτεμβρίου του Αυγούστου τούτου εδώ το φως και με την αίσθηση εμβρύου ζητάω το γιατί το πώς.

Έδωσα όπως καθεφέτος την ανυπόσχεση που θέτει το ανιστόρητο μου πείσμα, πως τα μαλλιά τα κριθαρένια πριν αν τα πάρει το μαχαίρι θα μου ανταποδώσει κύμα.

Στα γένια πιάσθη η αλμύρα, εικόνα πήρα μπρος απ’ τη δύση, στη θάλασσα επήγ’ η μέρα και στα βουνά οι παραδείσοι.

διψαλά= σκασμένα για νερό
τρικνίζουν= παράγουν ήχο τζίτζικα
αντίρρυθμον= με άτακτη περιοδικότητα
ανάξιο = (άναξ) βασιλικό