Η Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Ήτα
 
Λάβρα εξοντώνει το νερό συλλαβιστά κι αθόρυβα παίρνει βαθιές ανάσες αλλοπαρμένων υδρατμών στον καθαρό αιθέρα μετέωρα να αποικισθεί με τα ουράνια σμήνη να τα κεντά ο κεραυνός να τα βαφτίζει βρόντος και ύστερα μ’ επίγεια παράκληση να σπεύδει γοργά να παριστάνεται βροχή να κατεβαίνει.

Πλημμύρα πνίγει τη φωτιά τον άνθρακα με βιαστικούς κυκλώνες καταρράκτες στα έγκατα εναποθετεί να γίνει μαύρο κούτσουρο να βγει στεγνό διαμάντι να το ξεθάβουν καλογριές να το δοξολογούνε να το ζητούνε αετοί σ’ απατηλά ποτάμια ερίφια να ποτίζονται και τα κατασπαράσσουν.

Ύδωρ πνίγει τη φωτιά, φλόγα εξοντώνει το νερό, η άκρη πορφυρού νήματος γνέφει ασάλευτη, χιτών αγγέλου φθείρεται στη γη.

Βαδίζει ευθύγραμμα καθώς ριγούν οι σίδηροι λίθοι και περιστρέφονται σε σκότη αόριστα, το χέρι της παλάμης του επιβλητικά σαρώνει μεσοϋψίς το επίπεδο και προκαλεί υπέρταση σκότιση ανυπόφορο πάθος κι έπειτα με έρωτα ασυγκράτητα τους καταπίνει η Άτροπος ανασαίνοντας όλο το οξυγόνο.

Κέρας δονείτ’ εκστατικό και άφωνο.

Τα ένστικτα θεριεύουν, χωρίζουν τις καρδιά κι άθελα μας γινήκαμ’ άνθρωπος. Στέκουμε έναντι αλλήλων καθρέπτης εκατέρωθεν κοιτούμε την ψυχή μας και τι ν’ άραγε βλέπουμε.

Έρεβος χνώτων βομβών και κρότος.

Άλογα μ’ ατσαλινά σαγόνια αναμασούνε το κριθάρι της αβύσσου τα θ ν τα, τα β ρ τ, τα πνεύματα και τα φωνήεντα που απομένουν αναντηχούν στα υψίπεδα ερώτηση κι ερώτηση η ο ω ο ζει τάχα ο βασιλιάς, αν τάχα ο βασιλιάς.

Ρουθούνια αγωνιούνε ρόγχους με μουτζούρες πετρελαίου και κηλίδες σκόνη αρματωμένα.

Χαλκάδες μ’ εξουθενωμένη λύσσα οργή απάνω τους και δόντια τριμμένα με το μέταλλο αφτιά παρμένα στις μεριές.

Βλέμματα που συντήγονται και γίνονται ήλιοι κόλαση με κόρες του χαμού πυρί στεφανωμένες και τότε

καταδύεται Ηώς στον Άδη με πανσέληνο καυτή στεφάνη.

Κοίτα μπροστά! … προστάζει η κάνη. Κοιτάζω πίσω. Ποδοπατημένους καρπούς έχουν ειρηνικά τα πεζοδρόμια.

Λάχεση βαλμένη στις όψεις του νομίσματος, κορώνα κίβδηλη εξ αίματος, πεζά τα γράμματα με τα θνητά βροτών ονόματα.

Οι κουβαλητές των πεδίων εγκαταλείπουν στη γη κανενός το βάρος των ονείρων τους και κλείουν στο θάμπος απ’ τα μάτια τους την έγνοια των παιδιών και των συζύγων τους.

Ήλθε καημός να βγεις εις την αντικρινή πλευρά της γης, που φέτος άρχεται ο πόνος και σπάζεται η ράχη της ψυχής.

Πέρυσι με διαφορά μεσημβρινών σχολειό αποκατέστηνες σε πεδιάδα άγονη, υιών και θυγατέρων ορφανών αλλότριων πολεμιστών.

Έχεις εγκαταλειφθεί, πούδε σε λόγος να εκβάλει, γω σε κοιτώ κι έχεις μου γερμένο το κεφάλι, στόμα καλώ μιλιά δεν λάλει, δάκρυα χέω σώμα πλένω, πλέω στον αφρό στον ήλιο μένω, φέρω νερό αχτιδοβόλο, αίμα αμπέλου από το κελάρι, δόξασα γη να γίνεις γίνε βλέμμα στο βλέμμα σου δεν είναι.

Εγώ κοιμούμαι ξένο μάτι, μέσα του αναλαμπή σφαδάζει και σύ γλυκό στο κάτου χώμα, άμυαλο βόλι και προσκεφάλι, αίμα σου μέσα μου έχω ακόμα.

Πήρε πουλί ο κυνηγός, γεράκι πήρε τ’ άλλο κι απόμεινε μοναχογιός να πολεμά το δίχως βιος.

Άλλος έζησε, άλλος εψεύσθη, άλλος εχάθη, άλλος διεψεύσθη.

Χαθήκαμε αδελφέ! Που να ψάξω βρω σε. Δεν βουβαίνεται πόνος καρδιά. Κάλλιο να γεννηθεί μην είχαμε.