F Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 
 
 
 
Δίγαμα
 
Βαθύ στο αίμα έπεσεν ο ιδρώτας τιμή στον κόπο των ανθρώπω, ριγώντας και των αλόγων τον απολιθωμένο αφηνιασμό και στον βυθό κατάβη.

Διάσκορπα στο υπέδαφος νομίσματα του Αχέρωντος κυρίευσεν η δόνησις κι αίφνης παλμός συναίσθησης διέγνωσεν το διάκενο.

Βήμα τοις παρ’ Άδει έδωξεν.

Οι τεθνηκώτες πρόσκαιρα συντονισμένοι ύστερα πάλι χαοτικά παρευρισκόμενοι αφηρημένοι με ίσκιο αλλοπρόσαλλα σφαδάζοντα στη θέση που τους άφηκεν θεός υψώναν με υπάκουη βουλή κέρινα σημαδεμένα χέρια.

Ευκάλυπτος κι ευωδιά υπόρινης σταφύλης καταδράμη κι από ψηλά ως καταδίκη ακούσθη ο πρώτος όρκος πέτρινος και μες’ από στεγνά πηγάδια αντήχησε.

Όμνυμι φίλο ν’ αρνηθώ, να ασπασθώ τον άγνωστο, κελεύομαι να πω με ποιους θα πάς και ποιον θ’ αφήσω.

Φίλοι σας ξορκίζω και τώρα τάσσομαι με αντρειωμένο χωριστό παράδεισο.

Προσεκτικά εκπέμπονται μέσα απ’ τα δόντια συλλαβιστά μα κόβονται και σχίζονται διερχόμενα πικράλμυρα τα λόγια.

Αποτάσσομαι το αργόσχολο ξημέρωμα της εύφορης εφηβικής νυκτός.
Α π ε τ α ξ ά μ η ν .

Νέκταρ κοινό που όλβιοι υποδόρια μεταλάβαμε σ’ αμπέλι ακαδημίας κάποια Δευτέρα ανέσπερη χέω σπονδή κάτω απ’ τα νύχια για το σκυλί που θα φυλά την ξένη πύλη και θα δεχθεί με να εισέλθω.

Έφθασε πάλι εκείν’ η ώρα.

Μνήματ’ άδειαξε μανά και επιτύμβια τα κάλυψεν με άλγη. Ήρως, αγνοείται ήρως. Τούτο το ποίημα γράφει για την εκούσια αποπομπή ιστορικής επίγνωσης.

Μον’ κρύβω φωτογραφίες των πρόγονων που ‘ν’ διάβολος.

Σε δίκη λαϊκή δικάζεται η Τριάς και στ’ όνειρο μου βρέχει.

Θάνατος πρώτα για τους λόγιους αυτούς τους κόρακες που ζουν διακόσια χρόνια, κάρβουνο από το κορμί αρχαίων δέντρων, δαιμονισμένοι με την οσμή ξεθεωμένης αγιαστούρας ερμαφρόδιτοι κυνόδοντες

Μήτε σερνικοί και μήτε θήλεις άτεκνοι μύστες αρχέτυποι μετέωροι και κοινωνούν στα όρη πάντερμα το κρυπτογραφημένο μύρο ετών μυρίων

Σε κόρφο βραχλερό μεταλαβαίνουν τη μέρα μέρα και δεν τους πιάνει μάτι, θα πει πως δεν τους λογαριάζει ο κλήρος.

Δεν είναι αιρετοί μα υποσχετικά χρισμένοι στο εωσφόρο αντίκρισμα κόρακες το ξέρουν δαύτοι με την ωλένη εξαρθρωμένη εισαγγελείς αποκόσμου παρακαλέσματος.

Ασπάζομαι Θρόνο και σπάζω το ρόδι που έθρεψε μέσ’ τα πετρέλαια να γίνω καγώνας άναξ Μίδας.

Ο δισταγμός μου καταδίκη.
Ο λόγος μου ονόλεθρος.