Δ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Δέλτα

Ένα λουλούδι αψήφιστα το δίχως
αύριο εναντιώθη.

Αντίκλητος εναντηχούντων
κελευσμάτων. Υπνωτισμένος
σ’ όνειρο μ’ ένα νανούρισμα
είδωλο.

Ήρθ’ απόψε στ’ όνειρό μου βρέφος
μέσα σε λυχνάρι, τ’ άφηκα για το
ποτάμι να το πάρει με τους υιούς
σας νάνι το νερό στο λίκνο, νάνι
του ψαριού ο γόνος, νάνι μέλι μου.

Έδωκά του το βυζί μου το κουτάβι
να δαγκάξει ψήφο σάρκινη κι αλάτι
νάνι του Θεού το χάδι, νάνι του
ψαριού αγκάλη, νάνι το νερό στο
λίκνο νάνι μέλι μου.

Άλλου τόπος ήλιος φθάσει με το
γόνα μεσ’ την λάσπη η καμήλα στο
αγώι το φεγγάρι πάει να χάσει, νάνι
του Θεού αγκάλη, νάνι του νερού το
χάδι, νάνι μέλι μου.

Κι άλλοι ζώστηκαν τον κλήρο τους
με νεύμα ρωμαλέο. Στοιχισμένοι για
δόξα και αργύριο. Ινδάλματα
σ’ ιστορικές φωτογραφίες.

Παιδιά στα μάτια της μανάδων.

Απείθαρχοι κι ανάμεσα παράγωνοι
μακροσκελείς κυρτοί καθρέπτες και
ενισχύουν την άδολη ψευδαίσθηση
της εύφορης αλληγορίας.

Μετ’ εμμήνου γαρ ορμήσομεν
ρύσεως και αλίκως κατακλύσομεν
πεδία της Χειμώνος. Τότε και να
κεντρωθούμε βόλια ρόδων.
Σάρισες κενταύρων ακεφάλων την
των Λακεδαιμονίων ρώμην.

Τρελός και αρματώθηκα και λέγω:
Θα βρω ανατολή.
Να μαχηθώ.

Φορώ και την ασπίδα που
δανείστηκα. Ανεφέλωτος κινώ.
Με γέψη από σίδερο στο παιδικό
τ’ αχείλι.

Βάλθηκα έτσι έρμος να βαδίζω στην
έρημο. Πρότερα ήταν θάλασσα.
Τσαλαβουτώ να πέλματα. Άλμο
τινάζοντας το βήμα βήμα.

Πυρόξανθη καυτή για φταίξιμο
ηλιοπαρμένου ανέμου χολωμένη.
Μήτε νεφί δεν στέργει της ανώφελα
τη ράχη να σκιάσει.

Παρά στο άρμα του θεού στη ρόδα
εκμηδενίζεται ένα λουλούδι που
αναιδώς το δίχως αύριο αψήφιστα
εναντιώθη.

Βροχή αλάτι ρίπτεται. Με την
τρομάρα της βροντής με το φορτίο
του κεραυνού με την καρδιά στο
στόμα του Βοριά δίνω οξειδωμένη
εκπνοή δηλητηριασμένος
από γειωτικό συναίσθημα.

Χείλη λαχτάρα ταγμένα γεύονται
σταγόνα αίμα βάλσαμο. Βάρος πάνω
στους μαστιγωμένους ώμους.
Φτέρνες ξυράφια τροχαλίες.

Αέρας με διαόλιζε.
Αγκάθια και τριβόλια με βελόνιζε.

Ο Λεβάντες της Άμμου πίσω μου
με επιμονή τακτοποιεί την έρημο
πάνω απ’ τα ίχνη κι ο τόπος τούτος
αποτελεσματικά να μην κρατήσει
μνήμη.

Ο αλεξίνεφος εργάτης και το
βυθό η θάλασσα δουλεύει τους
αμμολόφους με πινελιές
κυματισμούς και μόνο γύρω μου
γελά υπνωτιστική μαρμαρυγή
γαλήνιου απείρου.

Μάζεψα κουράγιο κι εναντιώθηκα
στη θάλασσα. Πρότερα ήταν έρημος.
Βιάσου μου λες κι ανησυχώ για την
βροχή. Αισθάνομαι τις πεταλούδες
στο στομάχι.

Ακόμη λες πως κυνηγάω πεταλούδες.

-Συ πώς απ’ εδώ;
-Προσωπικοί μου λόγοι.
-Αφηρημένα μ’ απαντάς.
-Μ’ αναγνωρίζεις …
-Είσαι η Ραχήλ του ολέθρου.
-Ναι. Θεία Επιταγή.

Αλεξίνεφος (αδοκ.), που διώχνει τα σύννεφα
Άλμος, άμμος, -πέλματα άλμος- συνήχηση «λμ»