Γ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Γάμα

Ομόρφυνες να στέκεις μπρος
από το εκλαμπρυντικό βλέμμα
του άστρου σου ανέραστη μητέρα.
Μπολιάστηκες με τα καρφιά
των πεφταστέρων.
Μετουσιώθηκες.

Κοινώνησες με σπειροειδή
αμφισβήτηση τα τάματα της
τρίτης Μέρας. Κεντρομολημένη
στον αρχέτυπο άξονα.
Χαλιναγωγείς την φυγότροπο
αδράνεια προς το μέλαν
ελκυστικόν Πάντροπον.

Γελάς αδιόρατα προς το
σύνορο του απείρου.

Στην τέφρα του αρχαίου
μάγματος ορκίστηκες.
Σκορπίστηκες.

Το χέρι σου αναπαλάμη.
Το χέρι αυξητικά εκτεινόμενο
με την προσφορά. Βαστά και
μεταφέρει σπέρμα του αλόγου
μέσ’ από την μαύρη δύναμη.

Οι κόρες σου εγίναν χοηφόροι
στα όψιμα πεδία του Χειμώνα
και αμολάν τα δάκρυα του
Φεγγαριού ως κάτου.
Οι γιοι σου περνούν τα
βραχλωμένα διαβατά
γαργαλασταίνοντας
μέσ’ απ’ τις πέτρες με το
βουβό τραγούδισμα.
Άτρωτοι, παρά στη
φτέρνα.

Οι στέρεοι υγροποιούνται πόθοι.
Σε βάραθρα διαμπερή ποτάμια
καταπίνονται έρωτα.

Ένα φιλί αλλήλοις οι Πλειάδες
δίδουσιν πριν αν εκάστοτε οι
εισαγγελείς του πλάσματος
εντοπίσουν τον υιό του ανθρώπου
και στην αθάνατη αποδέσμευση
καταδίκασαν.

Μυσταγωγημένη δάφνηνες
αναθυμιάσεις ράθυμες, ο
λόγος σου ευάγγελος
και πρόσφορος.
Κάλεσμα της ημέρας και
λέγει:

Δέσε στο χέρι το καλοκαίρι
Θησέα … Δες!
Είναι μια ρίζα από αρμυρίκι…
Δρόμον καλόν. Καλόν γιαλόν
καματερόν. Με της προνύμφης
άσθμα του μεταξιού το σθένος,
αγέραστος ίθι!

Ώστε με το εργόχειρο που
υφαίνεις και μια στο τόσο
ξεκομπιάζεις τις προφητείες
επαληθεύεις.

Ιεροφάντεις είλωτες του
αναδρόμου μέλλοντος τις
αποτύπωσαν θρυμματισμένους
κάλυκες. Τους ξεθάβω βλέπεις
στην αυλή μου συχνότερα παρά
αλλότερα.

Λύσοιο μήνιν Λοξία μουσαγέτη
Δέξοιο φίλημα και ικεσάρια
Άφες μοι νέμεσιν Θε’ χρησμοκράτη
Ρύσαι επτ’ άργυρ’ ολέθρου ζευγάρια

Στους κάλυκες για να φυλούν
το αίμα τους κρασί της άμπελος
πρωτόκλητοι ζωγράφισαν.
Πλασμένοι με τον πηλόν
σωμάτων τους.

Κτερίσματα για τα αιώνια κελιά
που μετοικούν και προορίστηκαν.
Πάνω τους βάζουν από το χώμα
τους και από τον ίσκιο τους
πάντα κατάπλευρα και πιθανώς
παράδοξα.

Γιατί στη ζωγραφιά όλα πρέπει
να φαίνονται.

Γαργαλασταίνω (αυτοσχ.), περνώ σβέλτα από δύσβατο μονοπάτι όπως το νερό στο ρέμα
Πάντροπον (αδοκ., αυθαιρ. έννοια), το αναγκαστικό αποτέλεσμα
Ικεσάρια (αυτοσχ.), αφιερώματα ικεσίας, τάματα
Πλάγιος Γ´, ικεσία της Νιόβης στον Απόλλω