Α Τομή Ανήριθμον Γέλασμα

 

 

Άλφα

Έφθασες στη Γη του Πυρός.
Έβαλες πόδι όλον τον ανάποδο
στενό κατήφορο! Δεν ήταν
δύσκολο για ποιον που τον
υμένα της εγέρσεως
από της γης το τύμπανο με τον
αντίποδ’ αντέκρουε.

Ξέρω, έχει η ανάσα σου ψηθεί
στου Λαμπατάρη τις φωτιές.
Τα παλαιά σου γράμματα μου
κατακάψαν το συρτάρι.
Κι όταν αγόρια ήμασταν
φωτιά ‘χε πιάσει σώβρακο.

Ωρίμασαν να πεις κι εκεί
Μήλα των Εσπερίδων.
Ο Λάδων, το θεριό με τα εκατό
κεφάλια ο ποταμός, τα έθρεψε.
Στον κήπο του αποκοιμιούνται
δέσποινες με τα λυμένα μάγια.
Κι οι πόθοι τέχνας κατεργάζονται.

Θυμάμαι αυτό το κόλπο.
Απ’ τον παππού Δράκο που
μάσαε τσακμακόπετρα και χνώτιζε
φωτιά ο περίεργος βήχας του.
Τσουρούφλιζε αυτός τα μούσια του.
Κι εμείς γελούσαμε.

Γελούσαμε και αναστενάρηδες
πατούσαμε το φλογισμένο από
τα μαλλιά του Ήλιου πέλαγο.
Παίρνοντας – περνώντας
το πλανώριο Πελασγινό
Μονοπάτι μες’ στη θάλασσα
-τελεία-
Μ’ αντρειωμένη βούληση
-τελεία-
Ανήκουστη έκτοτε.

Έκαστος χρεώθηκε στο βότσαλο.
Με τη θηρία κύμα γλώσσα της
που μας πιπίλισε από το λάδι κι
από την άλμη μας γαρμπίλι
δημιουργήθηκε.

Απορρίφθηκαν τα βράγχια.
Δουλεύτηκαν οι πλάτες και
τα στέρνα μας. Πήγαμε και
ήρθαμε από ακτή σε
ακτή με το αυγό του γλάρου.
Ύστερ’ αποκάμαμε με τα
θαλασσινά λουλούδια.
Πασχαλιά.

Τα πέμπλα τώρα στην ακτή
κρατά για πάντα η Θάλασσα.
Τ’ ανακατεύει τ’ αναμοιράζει δεν
τ’ αποδίνει και αφιερώθηκαν.
Ιέρεια και θα δεχθεί παρά μονάχα
να βάλει στόμα μου
ένα μαργαριτάρι.
Τον ελάχιστο εαυτό μου.
Αντίδωρο στη Θεία Κοινωνία.

Κάνω λάθος, μα κι εκεί
προφήτη περιμένουν.
Τι με κοιτάς;

Έχω μονάχα να επιδείξω το
ζωντανό σκαθάρι πού ‘χω φυλάξει
θησαυρό απ’ την Έρημο.
Συ να προσεχτείς. Γιατί κι αλλού
σαν ταίριαξες με τις Γραφές.

Δες μη βρεις και την καρδιά μου.
Κάπου κι εγώ την έχω αφήσει
δίχως μνήμη. Μην είναι πέτρα
έχε το νου. Θα βγάλεις από κάτω
κει σανδάλι και σπαθί.

Τρελός που αρματώθηκα…

πλανώριο, σύγχυση από τις λέξεις πλανάται, πλανήτης, πλανεύει
πέμπλα, pebbles βότσαλα