Επιπόλαια

Επιχειρώ επιπόλαια
να διαβώ τον ποταμό
από μεριά που επιπόλαιος
κι αυτός
ορμητικά περνάει
βαθύτερο το βήμα
βήμα καθίσταται
δυσχερώς
αντιληπτή η αντιξοότητα των συνθηκών
αμφίβολο το εγχείρημα
ασαφής η έκβαση
αισίως
στον πυθμένα αδόξως ερριμμένοι λίθοι
χαρμόσυνα διαβήματα
που έπεσαν στην λήθη

Ιστιοφόρα ακάρια

Το νησί
μας φανερώνει
εκ πρώτης όψεως
τις προθέσεις του

η Θάλασσα βεβαία

καθώς άδολα συνωμοτεί
είναι σημαντικό

να μετρηθούμε
απόψε
πριν σκορπιστούμε

με τον άνεμο
ιστιοφόρα ακάρια

και βόσκουμε
στο Πέλαγο
μακάρια

υπνωτικά ελπιδοφόρα

Catch up now Jane

  • catch up now Jane join me join clap your fingers  come on
  • stop making fun of me look at my fingers see?
  • rings they are binned are your fingers binned by joined rings?
  • I don’t believe they’re joined I just can’t clap then
  • you mean them can’t clap them
  • oh, you’re smart you must know what I mean
  • standing inseparable like the one with the all

are you two ready 2 love ready 4 what’s 4 would you conquer love for evil would you do it all evil what would you be willing 2 then do 4 love is then love due 2 be evil is then evil underestimated love?

would a mother exchange another child’s life 4 her own child’s life?

Δήμος και Διάκος

Εδώ στην μάχη έπεσα
τα άρματά μου χάμου
πάρτε τα παλληκάρια μου
να βρουν σε άλλον χέρια

πάρτε το καρυοφίλλι μου την ένδοξη Παγώνα
πάρτε την παλληκάρια μου να μην τη βρεί τ’ αγιάζι

και η μπαρούτη νοτιστεί
και μαραθεί η χαρτούτσα

βρείτε και το θρεπάνι μου το παλιογιαταγάνι
που το’χε κι πατέρας μου
κι εθέριζε κι εδρέπα

και να το πάρει από εσάς το νιο παπαδοπαίδι
να κουβαλήσει παστρικά τον ένδοξον Αγώνα

Passengers

We have forged a bond and move along
into expanding vacuum
as our predecessors did towards
the vast happy emptiness
towards the vast empty happiness

an alter ego soon to be rəˈlēvd

a mindful blast is watching over us
a treacherous mischief
is pulling our strings and our thoughts
are sleepy babies with belly ache

and distant future pathogen

thunderous our path will be
amongst stars

we belong  

Νύκτα Γάτα

Έκτοτε, ενός Απογεύματος, που από την Πόρτα πρώτα έκανε το Βήμα η Γάτα, για το Έξω Κρύο, εκείνο που ο Φλεβάρης απρόθυμα ανταλλάσσει με Αλκυονίδες Ημέρες, η Γάτα βγήκε πρώτη στο Κρύο κι αφού δοκίμασε το Μάρμαρο και μύρισε τα Απομνημονεύματα αλλοτινών Φλεβαριδών, χύμηξε στο κυνήγι του πρώτου Τζίτζικα Φαντάσματος, που από το Όνειρό της πέταξε.

Αγέρι και Βοριάς εσκόρπιζε τα Γένια του Χιονιά, οι Έγνοιες μου πααίναν μια-μιά, οξύθυμα, πότε-ποτέ, νοσταλγικά, ήρεμα στο Χορτάρι, άλλοτε-αλλού απότομα σ’ Ευθεία Αντίδραση με την μεταμορφωμένη σε Μαύρη Γάτα Απόφασή μου.

Μεταμορφωμένη σε Γάτα η Νύκτα από την Ημέρα κρύβεται στο χιονισμένο άσπρο-μαύρο Αστικό Σύστημα, ωσάν Σκιά εντυπώνεται εύκολα, τώρα δα, τρυπώνει κάτω από το Σταθμευμένο Όχημα, πριν αποκοιμιόταν μέσα στην Μηχανή, δεν λέω, πάλι καλά, έχω εγώ το Πυρωμένο Κούτσουρο και Τοίχο με Παράθυρο, πράγμα μάλλον θετικό ή έστω απρόσημο.

Δάνεισα σκέπτομαι στην Κόρη μου τις Στρατιωτικές μου Κάλτσες, θα επιστρέψει με μιαν Αφράτη Χιονομπάλα τον Χιονάνθρωπο Άωτον να στήσει, με Μύτη, Χέρια και απ’ όλα, στο χιονισμένο Αστικό Σύστημα ενδιαμέσως να εντυπώνεται απρόσημα, να κρύβεται από την Ημέρα.

Μέρες απρόθυμες

(Πρότασις)

Μέρες απρόθυμες
στης Άνοιξης το φως
Σε προφυλάσσουν
από κάποιο μυστικό
Και συσκοτίζουν
ένα ένστικτο κακό
η ώρα ήγγικεν,
κοντεύει ο καιρός

Εσύ θ’ αφήσεις
ανοιχτή μια χαραμάδα
για το σκοτάδι
μήπως και διαρραγεί
κι άμα μπορέσει κι
επουλώσει η πληγή
να ‘ρθει της Κρίσεως
η μέρα η αποφράδα

Ωστόσο στέκεις αφανής
σ’ αυτό το τείχος
Ανοίγεις τρύπες
μα δεν θέλεις να εξέλθεις
Φωνάζεις μνήμες
απ’ τις άλυτες που στέργεις
Βουτάς στ’ απόνερα,
στη θάλασσα, στο κήτος

Μες στον πεζόδρομο
κοιμάται η όρεξή μου
σ’ ένα σημείο που (συχνά)
κοντοσταθήκαμε
Μας γυροέφερε μια
λέξη που δεν είπαμε
και που κρατάει σκοτεινή
την άνοιξή μου

Μια Κυριακή απρόθυμη,
κοντή γιορτή
Θ’ αποκαλύψει κάποιο
μυστικό κρυμμένο
Κι εγώ στο σώμα σου
κοιτώ και απομένω
τρύπα στο τείχος,
στο παράθυρο ρωγμή

(Αντιπρότασις)

Ήμουνα πρόθυμος
να σου φανερωθώ
να κοινωνήσω
να κινήσω και να ‘ρθώ
να μεταλάβω
το κοινό μας μυστικό
αλλά με σκότισεν,
προαίσθημα κακό

Και στα μισά της
διαδρομής έκανα πίσω
και συλλογιόμουν
αν θα σε ξαναβρώ
κι άμα θα πιω ξανά
απ’ το χέρι σου νερό
κι αν θα μπορούσα ‘γώ
ποτέ μου να σε μισήσω

Ποτέ βρεθήκαμε μαζί
στην άδεια πόλη
την πρώτη μέρα
του επτάψυχου Απρίλη
σ’ έρημους δρόμους
κι αντηχούν τα βήματα μας
ανυποψίαστος,
ανήσυχος κι αδάμας

Απ’ το παράθυρο
κοιτώ την άγρια μπόρα
ο ταχυδρόμος βιαστικά
με προσπερνάει
βροχή επίμονα το
τζάμι μου κτυπάει
κείνο το γράμμα σου που να
πηγαίνει τώρα

Σήμερα είναι κάποιου νου
Αγιού επέτειος
και αφυπνίστηκα με
κωδωνοκρουσίες,
στον ύπνο έβλεπα
πως αυτοεξορίστηκα,
ήμουνα λέει
ο μοναχικός υπαίτιος

Τούτο ‘δώ (Αντιπρότασις) δεν είναι ακριβώς “Σπουδή σε ποίημα”, δηλαδή δεν είναι ελεύθερη (ως ανεξέλεγκτη) νοηματική απόδοση ξενόγλωσσου ποιήματος. Είναι, ας το πούμε, “συνομιλία” με το ποίημα της Έφης Μουγκαράκη (Πρότασις) (το παραθέτω με την άδειά της) – που είχα ποτέ μελοποιήσει – τηρώντας μέτρημα, τονισμό και στίξη.

Αυγή Μ. Παρασκευής

Αυγή Μεγάλης Παρασκευής
βρήκε πολλούς αγρύπνους ήταν
εκκωφαντική μεσ’ το σκοτάδι της
η Νύκτα στέρεψεν ο ουρανός το
βράδυ τα ρούχα στις αυλές είχαν
πετρώσει πουλιά και ξάρτια στο
απάγκιο της Καπερναούμ πνέαν
ακοίμητα τι να συνέβη και μας
κόπηκε η ανάσα; Το πρώτο γεύμα
αλγεινή τροφή να φοβερίζει; Ένα
παιδί παράφορα το αποκαλύπτει
τρέχει στους δρόμους λες και θέλει
να ξεφύγει μια κραυγή και δεν το
προλαβαίνει. Σταύρωση!
Σταύρωση.
Παράταιρη της εποχής
ετούτη η λάσπη
Των ομματιών τους αίρουν
άρον άρον οι Επίδικοι .