Ξ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα





Ξι

Κάτι συμβαίνει στη Μεγάλη Σάλα

συγκεντρωμένοι οι ένοικοι των
παλαιών πορτραίτων συνομιλούν
λοξά θωρούν
λες και κοιτούν
μέσ’ απ’ τους τοίχους,

χαμηλοφώνως σχολιάζουν μας
και συριγμός καθίσταται
σε δύστονες γωνίες,
σ’ αθέατες στιγμές,

στις κόψεις απ’ τις βίδες,
στις άχρηστες οπές από
καρφιά στον τοίχο,
στις πέτρινες βαλβίδες και στα
στιχηράρια των Παλαιών Βιβλίων
τρώει μέχρι και το σύρμα,

ηλεκτροφόρος πάρεσις
των ανηκούστων.

Άχος είλει !

Η πληροφορία διαδόθηκε γοργά,
στόμα με στόμα, βλέμμα
το βλέμμα στην πόλη που όλοι
κάμουν δουλειά την ίδια
συμβάντα μόνο είν’ ικανά να
αφυπνίσουν συναισθήσεις.

Απόψ’ έχουμε ψάρι.

Βάλαμε στο τραπέζι απ’ τ’ απόθεμα που περικόψαμε για
τον χειμώνα κρυμμένο στη
μισοσκότεινη αποθήκη,
στεγνό κι αποσκινωμένο

το σκονισμένο ράφι έμειν’ άδειο
μ’ ένα λαμπρό αποτύπωμα ενεό,
κι αυτό μα θ’ αφομοιωθεί
θα σκονιστεί

όσο θα ξεθωριάζει η
ανάμνηση του πόθου πάνω στις
καφετιές εικόνες της νεότητος
τόσο το ψάρι θα μοιάζει πια
στιλπνό κι απρόσβλητο.

Πάνω από τον βαρύ μπουφέ μετέωρο
σε ράφι με ωραία τάξη και σειρά
είναι περίτεχνα αποτεθειμένα
πιάτα του καθενός
απωθημένα και
προσχήματα.

Είδα και τον αλλοτινό μου εαυτό εκεί
να μένει μισοντυμένος στην βροχή
ένα ξημέρωμα σκοτάδι πλάι στ’ αμάξι,
πίσω στον ώμο του γρατσουνισμένη
μιαν ελιά έτρεχε αίμα
ασήκωτος μου φάνηκε,

ο σύντροφος που όφειλα να είμαι
κατέβηκε με τις σκάλες να βοηθήσει,
κι ο Δάσκαλος ουδέποτε που είχα με
κατσάδιαζε.

Τούτος ο πόνος είν’ κολικός
και το σκυλί φαντάσου Husky
στην γωνιά και με
προσεύχεται.

Και τότε, μέσ’ τ’ άδολα μάτια,
είδα το ζωηρό καθρέπτισμα
το γυάλινο αντίκρυσμα.

Τα νεύματα παγώσαν και τα βλέμματα
διεστάλησαν στο ευθύ άπειρο, που
συνδέει αντικριστές πλευρές
οικογενειακού τραπεζιού.

Αόριστη αναμονή κι αναβολή
απορριπτέα επιβολή συνομολογουμένη
ατονία.

Τα είδωλα των συνδαιτυμόνων
απορροφήθηκαν απ’ το δωμάτιο
και απορρίφθηκαν

γίναν υδάτινό του γνώρισμα
μαζί με τις ψυχώσεις των τειχών,
των σκευών, των κηρών…

Σιγή και απουσία ήχου και
θανατηφόρα αποσυμπίεση.

Καθένας συνομολογούσε στην απραξία
κι όταν ο πατέρας χωρίς προφανή λόγο
σπασμωδικώς ανακάθισε, τρομάξαμε
βέβαια, με αναπάντεχα συντονισμένη,
απειλητική χορογραφία.

Με την ατυχή αυτή, ανεπιθύμητη αφύπνιση
ξεπρόβαλαν απότομα τα χαρακτηριστικά μας
εστιασμένα και διακριτά και δεν θα ταίριαζε

(θα προδιδόμασταν)
αν συμπαθητικώς
ξαναπέφταμε
στο λήθαργο.

Ρόλο υπηρέτη ανέλαβε η Νύφη
απρόθυμα και με δυσφορία βέβαια
φορώντας τα ψηλά τακούνια

εξυπηρετούσε μας

έκοβε διστακτικά με το μαχαίρι σάρκα.

Τώρα είμαστε αναγκασμένοι
να επικοινωνήσουμε…

Τώρα με τους βραχίονες υπτίως πάνω στο
τραπέζι γειωμένους με καθετήρες
υδραργύρου συγκοινωνούμε .

Ο σκύλος θέτει το κεφάλι στις πατούσες .
Δεν με προσεύχεται .

Απόψ’ έχουμε ψάρι .

Άχος είλει !

Κηδεύουμε τον Έκτορα .-

ἄχος-ἄχεος ουδέτερο θλίψη, στενοχώρια, καημός, πόνος (κυρίως ψυχικός), οδύνη, θρήνος, βαθιά μελαγχολία
εἴλω ρήμα, στρίβω συμπιέζω συστέλλω ωθώ, συνωθώ, απωθώ χτυπώ
Άχος είλει, πιθανή (ή απίθανη) ετυμολογική καταγωγή του ονόματος Αχιλλεύς

Εκείνοι που αγρυπνούν … (s05)

(s05 080922-070923)

… know they’re acting out
… με μάγουλο σε τοίχο
… υπηρέτησαν την ημέρα και τις θυγατέρες αυτής
… έχουν δυό μερώ καιρό
… για κάθε ημέρα
… βαστούν παλάμες σιωπής
… αόριστα φανάρια ενωπίων βουνών
… αντηχούν
… σε δημοσίους συναγερμούς
… με καταφύγιο ύπνο
… όσο καθυστερεί η βροχή
… are blurring sirens in the distance
… συνομιλούν μ’ εαυτούς
… δεν κοιτούν ψηλά
… δίχως τουφέκι και σπαθί
… και τα θηκάρια άδεια
… με την φαρέτρα αδειανή
… και την κατάρα βάρεια
… με ρούχα της δουλειάς
… τυλιγμένοι σε σάβανο
… απαντούν το φλέρτ
… (and) theu= are fucked
… metopanitoubarman
… never brighter than the floor
… οστεοφυλάκιο σε κοινή θέα
… κάνουν προγνώσεις
… (δεν κάνουν διαγνώσεις)
… by the clock’s side
… under cosmic radiation
… counter clockwise
… ξεμπάρκαραν
… past landing point
… φτερά στον άνεμο
… εμπορευόμενοι
… πολυδιάστατοι
… αφελείς
… σε κορυφές ασθματογράφων
… με γεύση από χαρτί
… για το καλό τους
… είναι βούρλα που οπτικοποιούν τον άνεμο
… βουλιάζουν σε αδιάφορη άμμο
… (βουλιάζουν σε αδιάφθορη άμμο)
… με κόρες διεσταλμένες στο σκότος
… καταπίνουν την νύχτα
… με αύρα υδάτινη
… μεταθέτουν το αντικείμενο
… κωδικοποιούν την αναμετάδοση
… δεν έχουν δεν έχουν δεν
… on shattered glass
… in  fields of vines
… με ύστατη υπομονή
… στην αρχική εκφώνηση
… off to a new start
… rehears the act
… with a face like that
… only mothers could love
… για όσο ισχύει
… κάνουν ξανά το λάθος
… και οι αστροναύτες
… μπρούμυτα στην επιφάνεια του Γάγγη
… είναι οι παρόντες τελευταίοι
… αρχαιότεροι
… σε προεόρτια κοσμογονία
… με επαμφοτερίζουσες κοσμικότητες
… χωρίς επιβεβαιωμένη λήθη
… κάτω από σήμαντρο που στάζει
… μισοϊδρωμένοι σταλαγμίτες
… τρέφονταν ζάχαρη φιλιά
… speak Klingon
… με τ’ ασήμια τ’ ουρανού
… και τα μπρατίμια εκ του μακρώθεν
… πατούν ορίζοντας
… την εσάρπα τους καλημερίζοντας
… στην βασική ασυμφωνία
… ασφαλείς
… με το κλειδί έξω απ’ την πόρτα
… και ο τελάλης της αγοράς
… με φτερά και πούπουλα
… με παλιά καινούρια αγάπη
… στο ηλεκτροφόρο πεντάγραμμο
… και τα πεντατονικά κοτσίφια
… υφίστανται απώλειες
… με πασχαλινά λουστρίνια
… στην ανισότητα του θαύματος
… με απαντήσεις που δεν ερωτήθηκαν
… (με ερωτήσεις που δεν απαντήθηκαν;)
… κωπηλατούν κωφοί
… με βλέμμα στο κατάρτι

εκείνοι που αγρυπνούν…

… θα μάθουν επιτέλους τις Σαργάσσες
… πικραδελφοί
… με την Αρμίδα στον Noronha

Ν Τομή Ανήριθμον Γέλασμα





Νι


Ήτανε το παράθυρο αέρινη κουρτίνα
άφωνη αύρα διάφανη ανάσα διαυγής
σεβάσμιο ήταν ύφασμα ο βορινός ο τοίχος

σκαρί βαρύ πολίτικο αδρό
βελούδινο

άσμα βουβό αντίλαλος αλλοπαρμένος ήχος
τιμητικά με γαζωμένα απάνω του
συλλαβιστά σιρίτια

τάματα για τον άγιο που παίρνει την αυγή.

Απόψε άφησα τη θύρα ανοικτή,
η ψύχρα ας σταθεί απ’ έξω κι εκείνη
με σινδόνη τυλιγμένη,
μη να κρυώσει μοναχά να της προσέξω.

Συνομιλώ με τα πτηνά που φέρουν
στις συνάψεις τους αρχαίο λόγο
και με κελαηδισμό τηλεπαθητικό προσφέρουσιν
παρηγορητικό μονόλογο.

Λίγο μολύβι πήγα πήρα και χαρτί
καμιά ιδέα ξεχασμένη ν’ αποξύσω
την βρήκα σε ακτή συννεφιασμένη
τι να προσμένει;

Μήποτε τάχα και γυρίσω;

Βάλε παξιμάδι κόψε και τυρί
κι ένα ποτηράκι την καλή
ρακή χρώμα για το στόμα και για
το λαιμό βάλσαμο
κι ακόμα είναι φαγητό

Πήρε πικρούτσικη γουλιά το γιοματάρι
το Αγιωργήτι του Ζορμπά στον Οινολόγο

όπως το πίνουμε απόψε βιαστικά
απόβραδο αποσπερίτη ομόλογο

Ωραία τα ρόδα κήπε μου
γέλια τα πέταλα παιδιαρίζουν
στο κατάβρεγμα, με μια βαθειά
στοχαστική ανάσα άλικη αντρειώνονται
μουτρώνουν κάτω από
τους βουερούς ίσκιους των τειχών

Τράβηξα άνθη απ’ το χώμα, η πόλη
απαιτεί δεήσεις, τα σφριγηλά ροδόφυλλα, που
άλλος θα ‘λεγε στη γη να τα αφήσεις,
μες το νερό βαστούν ακόμα τα νιάτα
τα παραλυμένα.

Σήκωσα από κάτου τ’ άνθη,
μέσα σε πατρική αγκάλη, τα τρυφερά
και μαραμένα,
μετά το Θέρος όπου ευφράνθη με γυμνό
ο δαίμων Έρως,
έλεγα τα’ φερνε σ’ εμένα.

Μέσα στο σπίτι μοναχός ακούω τα λόγια της νυκτός
ψιθυριστά μου τραγουδά απροσχημάτιστα στιχάκια φιλικά
υπνωτισμένος με τα βλέφαρα κλειστά

Θλίψη πανάλαφρη γοργοφτερουγισμένη
κλαριά τεμπέλικα τ’ αχυροδάχτυλα
σπουργίτι στέκεται και το κλωνί τραντάζει
σαν πετάξει και σταθεί στα διπλανά

Χτύπα μου την πόρτα θα το δεις σε περιμένω
που σε προσμένω δίχως χρόνο ούτε ώρα
οι λίγες νότες αδελφές με συντροφεύουν
είναι για μένα οίκημα, όχημα και χώρα

Πάνω σ’ άγρυπνα χαρτιά τα λευκάρια
ανασαίνει ιδέα μοναχική
κλείνει την έγνοια μου σε κοντινά ερμάρια
κρύβει τα μάτια μου στα χέρια σαν παιδί

Ψίχουλα τσιμπολογούν στις πλάκες περιστέρια
σε θόλο επάργυρο άστρα ανάβουν κι άστρα σβήνονται
έμποροι συναλλάσσονται με χειραψίες,
ερωτευμένοι ανταλλάσσονται με φιλιά
παιδιά και γέροι βαδίζουν απ’ το χέρι
ηχηρές ζωηρές στιγμές
τις βλέπει ανοιχτά χαρτιά
η Λάχεσις
και νικά.

Μελοποιημένο το τμήμα “Μέσα στο σπίτι μοναχός … στα χέρια σαν παιδί” https://youtu.be/SO55ZjLesrE

Το <td> ντι </td>

Πάω να δημοσιεύσω την Τομή «Νι» του Ανηρίθμου Γελάσματος.

Πολλούς μήνες παρέμεινα επ’ αυτής, και λέω τώρα, ας πάει ως έχει (και βλέπουμε), μήπως πάμε και στις επόμενες (τομές).

Άλλο είναι το θέμα.

Στο ιστολόγιο (δηλαδή εδώ) χρησιμοποιώ WordPress. Ωραία εφαρμογή. Ενημερώνεται συστηματικά και κάθε λίγο αλλάζει το interface.

Εγώ πάλι κατασκευάζω ιστοσελίδες από το 2002 και βέβαια έχω μάθει να κάνω την δουλειά μου με κώδικα html.

Τι είναι το κώδικας html; Είναι ότι, πληκτρολογείς κάτι εντολές στα Ακαταλαβίστικα, και τσουπ,  νάτη πετιέται η ιστοσελίδα.

Το WordPress πιο παλιά, υποστήριζε ως βασική μορφή επεξεργασίας την απευθείας πληκτρολόγηση κώδικα html. Αλλά βέβαια -προϊόντος του χρόνου – ενθάρρυνε όλο και περισσότερο την μετάβαση στο μοντέρνο interface. Δηλαδή αυτό με τα buttons, τα pop-up boxes, κλπ, κάτι που πλασάρεται ως απλούστερο και ταχύτερο για τον χρήστη.

Βέβαια το μοντέρνο interface -μέσω των προεπιλογών του και της χαοτικής ποσότητας buttons που διαθέτει- δεν επιτρέπει να κάνει κανείς ό,τι  στον π- θέλει (λαθών συμπεριλαμβανομένων), παρά μάλλον, να κάνει, όπως το ίδιο το σύστημα προτρέπει.

Άλλο είναι το θέμα.

Μου ήλθε στον νου ο πατέρας μου (Δικηγόρος), ο οποίος μέχρι το έτος 1994 συνέτασσε δικόγραφα στις γραφομηχανές.

Τότε ήταν που αποφάσισε αυτός να μεταβεί στην εποχή των PC. Και ήταν ατυχής η χρονική αυτή συγκυρία, καθώς έναν χρόνο μετά ο πλανήτης μετέβη στην εποχή των Windows’95 και συνακόλουθα στην εποχή του MS-Word.

Είχε δηλαδή (εσχάτως) εκπαιδευτεί ο πατέρας μου σε περιβάλλον DOS με τον κειμενογράφο EZ-Writer (Easy Writer1986). Ένα φανταστικό πρόγραμμα, με άσωτες επιλογές. Αλλά: Μη συμβατό!. 

Δηλαδή τότες εγώ, για να επεξεργαστώ τα αρχεία του πατρός μου, έπρεπε,

α) να τον σηκώσω από το Πι-Σι του,

β) να κάτσω στο PC,

γ) να εισάγω εντολές ΝΤΟΣ, για να εξάγω τα αρχεία, ένα ένα στο φλόππυ disk (σε μη αναγνωρίσιμο από τα >Γουίντουζζ format),

δ) να τα καταστήσω αναγνωρίσιμα (‘ντάξ ‘εύκολο, αλλά βαρετό) ,

και κατόπιν να σελιδοποιήσω τα δικόγραφα στο νέο περιβάλλον,  και ούτω καθ’ εξής και εφ’ εξής…

Τότε του λέω λοιπόν κι εγώ: Έλα δω -ρε bro-!

Κάτσε, να σου μάθω MS-Word *.

Ανοίγω το λοιπόν το interface. Με τα 513 buttons, τα drop-down menus (και κάτι μακροεντολές, που εντάξει, μακριά από εμάς).

Και παθαίνει «εγκεφαλικό». Του έδειχνα «πάτα εδώ». Και δεν ανταποκρινόταν. Πλήρης αφασία.

Και ποιο είν’ το θέμα;

Θα μου πει κανείς/καμιά/canis, δικαίως πια εξανιστάμενος/-η/-ον (συντομεύετε κύριε Συνήγορε).

Μάλιστα κυρία Πρόεδρε .

Κάθε φορά, που χρησιμοποιώ τις updated εκδοχές του WordPress, το Ένα Button, που φανατικά αναζητώ να εντοπίσω, είναι αυτό: του «HTML Editing» .-

ΥΓ. * Ουδέποτε είχε καταδεχθεί. Ακόμα παιδεύομαι.

Επιπόλαια

Επιχειρώ επιπόλαια
να διαβώ τον ποταμό
από μεριά που επιπόλαιος
κι αυτός
ορμητικά περνάει
βαθύτερο το βήμα
βήμα καθίσταται
δυσχερώς
αντιληπτή η αντιξοότητα των συνθηκών
αμφίβολο το εγχείρημα
ασαφής η έκβαση
αισίως
στον πυθμένα αδόξως ερριμμένοι λίθοι
χαρμόσυνα διαβήματα
που έπεσαν στην λήθη

Εκείνοι που αγρυπνούν …(s04)

(s04 080921-070922)

… σε κορυφές ανεπαισθήτου παραζάλης
… σε φωτεινές απατηλές σκιές
… απρόθυμοι
… με απροσδόκητη επιβράδυνση x.75
… in comfortable armchairs
… άεργοι
… αναπολούν που δεν έζησαν
… έχουν απορίες
… συνταλλάσσουν πίστη με αφοσίωση
… συνταξιδεύουν σε όμορα βαγόνια
… μ’ένα λιπόθυμο crescendo
… play against time
… loose when time shifts
… με εφεδρικά ψηφία
… se posto grafeio
… την έσχατη ώρα
… στην πρώτη γραμμή θα πέσουν
… αντίκρυ
… και το αηδόνι
… αντικρυστά
… στης Δαμασκού τ’ Ασκέρι
… αυτόφωτοι που λεν
… πατούν ορίζοντας
… στις κατακόμβες του Αχέροντα
… με νυσταγμένους αποχρησματοδότες
… around celestial bodies
… get slingshot
… out of orbit
… με βουτιά στην θάλασσα
… στην δοτική του απωχρόνου
… με κρεμεζί πουκάμισο
… με τους επικονιαστές
… σε χάρτινους φωτεινούς σηματοδότες
… with a heart of a Knight Ridiculous

εκείνοι που αγρυπνούν…
… αδιαβάθμητοι
… στις εφήμερες αγγελίες
… με φυσαρμόνικα βραχνή

… have left the building

Ιστιοφόρα ακάρια

Το νησί
μας φανερώνει
εκ πρώτης όψεως
τις προθέσεις του

η Θάλασσα βεβαία

καθώς άδολα συνωμοτεί
είναι σημαντικό

να μετρηθούμε
απόψε
πριν σκορπιστούμε

με τον άνεμο
ιστιοφόρα ακάρια

και βόσκουμε
στο Πέλαγο
μακάρια

υπνωτικά ελπιδοφόρα

Μ Τομή Ανήριθμον Γέλασμα





Μι


Η Άτροπος στάθηκε σήμερα σ’ ετούτ’η γειτονιά κι όπως συνωμοτεί καιρός με τέτοιες ευκαιρίες, βροχή αδιάκοπα την συνοδεύει.

Η ώρα πέντε μυστικά ο ουρανός κατέβηκε στην πίσω αυλή.

Χείμαρροι δρόμοι ορμητικοί υπόνομοι, περάσματα απροσμάχητα και οι γωνιές ακμές, η πόλη καθάρθηκε ως την ψύχα.

Έρημα σύρματα ηλεκτροφόρα σήματα, βουβές τηλεπικοινωνίες ζωηρές. Σιωπή που ρυθμικά αγχωτικά επιταχύνεται.

Έν απόμακρο σινιάλο προειδοποιεί. Η περιοδεύουσα δέσμη φωτός του φάρου περιπολούσα ακουσίως με στρατολογεί.

Η αισιόδοξη απόφαση αποξενώνεται και αγροικά αδιάφορα.

Τα μαύρα περιστέρια άφαντα. Τα μαύρα μάτια που περίμενα.

Επιστολές διαμένουν αδιανέμητες, επιστολές που πλήθος παραπόνου πουν.

Ζευγάρια βαλτωμένοι οφθαλμοί και δάκρυα μυρμήγκια στο λερωμένο προσκεφάλι μένουνε.

Ανύπαρκτο πουλί αντανακλά το τζάμι και πετά, διανύει αστραπιαία το χαμηλό διαθέσιμο κυβικό χώρο μεταξύ ερμαφροδίτων βουερών οικοδομημάτων, μέλας δυνάστης αρωγός.

Στα νύχια οι ανάσες των αγρύπνων.

Χρόνος ακοίμητος μέσα στο αστικό, δρόμος ανεπίδοτος, καρδιά μου υπνωτισμένη άκομψη αργοκτυπά στο crashπεδο και καταβρέχεται με τα τσαλαβουτόνερα αφηρημένων επιβατηγών.

Οι περισσότεροι επαγγελματίες διακομιστές.

Εν μέσω ρίπων τροχοί ασήκωτοι δεσμωτικά ζευγμένοι σε επιφορτισμένο με παραλλήλους απάτητες ράγες φορτίο,

επιβάτες αδρανείς με παράβολο διαδρομής ναυλωμένοι απρόθυμα εξουσιοδοτημένοι ν’ ακολουθούμε την εκκίνηση

και παρορμητικά ανώφελα την επιβράδυνση καθυστερούμε,

αμφίσημοι για ομόνοια ή σχίσμα, και τα απατηλά μελλούμενα υποχρεωτικά με τάξη υποθηκευμένα: τη χαραυγή, το δειλινό, ανθοφορία, φυλλορροή

κοιτιούμαστε με πάθος, κουβαλούμε αμφισβητήσεως απόφθεγμα ριζωμένο στα έντερα και κατά πως φαίνεται οι κάμαρες μας κυριαρχούνται από σύρμα και βιολί

νύκτα με κάρβουνο απ’ τον ύπνο δικαίων τήδε κειμένων πειθομένων

ατόφιοι σπασμοί αιθεροθαλούς επαναστάσεως αδέξια προσορμισμένης σε ξέρα ασφαλή άβυσσο.

Αλλά Να! Κι εμφανίζεται ο Ήλιος προσδοκώμενος μέσ’ από δημοτικές παραστάσεις του Φλεβάρη

μασκαράς με εκφράσεις αρχαίου θεάτρου διπρόσωπος

αιθεροβάμων και ήρεμος και υποτονικός με την λαμπρή πνοή του υποσχόμενος την μεσοπρόθεσμη ανάσταση της δράσης δράσης

σε ποίηση Θεοφίλου και τοιχογραφίες Σολωμού

παραδοσιακά ενιαυσίως απρόθυμα αναπτύσσεται νωρίτερα χειμερινού ηλιοστασίου ενάτης

και στα δροσάτα φύλλα στέκεται.

Γνωρίζω την μήτρα που με κυβερνά. Με ακροβασίες επιχείρησα και βγήκα στο συμπέρασμα.

Μουσώνες περιδιαβαίνουν φιλικά. Ακτές καλάρουν τακτικά. Παιδικές αγάπες αναμμένες με αναρίθμητες γνώμες θεών.

Ήσυχα αποδημούνε γιγαντιαία κτήνη.

Επιστρατευμένα μεταφέρουνε την ψήφο τους στο αύριο που ακούσια γίνεται και κατά δαίμονα παραδίνεται στη σπειροειδή μοίρα του πλάσματος.

Αμφισβήτησα τον κόσμο και αρνήθηκα τον εαυτό μου, ‘ναπόμεινα εν απολίθωμα πατημασιάς σε βράχο να φανερώνει αν πήγαινα κατά μόνας για ζούσα σε οργανωμένη αγέλη ή κοπάδι.